Σάββατο, 27/04/2024 | 14:28

Το παιδί-σκλάβος που θυσιάστηκε προσπαθώντας να αλλάξει τον κόσμο

467 Προβολές
Σπύρος Πλέουρας | 25/11/2023, 12:49 μμ | 0 σχόλια

Ένα παιδί που είχε ζήσει ως σκλάβος κατάφερε να απελευθερώσει χιλιάδες παιδιά από συνθήκες παιδικής σκλαβιάς μέχρι που δολοφονήθηκε

Υπάρχουν ορισμένοι άνθρωποι που χρειάζεται να μείνουν μόνο λίγα χρόνια ανάμεσά μας, για να μπορέσουν να φέρουν μια πραγματική αλλαγή στον κόσμο. Αυτή ήταν η περίπτωση του Ικμπάλ Μασίχ, ο οποίος παρόλο που έζησε μόλις 12 χρόνια αλλά κατάφερε να προσφέρει περισσότερα από όσα προσφέρουν οι περισσότεροι σε δεκαετίες. Παρά το νεαρό της ηλικίας του κατάφερε να γίνει ένας ένθερμος μαχητής κατά της παιδικής εργασίας και με τον λόγο του ενέπνευσε πολλά παιδιά να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους και προώθησε την εκπαίδευση. Η ζωή του κόπηκε απότομα όταν δολοφονήθηκε κάτω από ύποπτες συνθήκες.

Ένα καταδικασμένο ξεκίνημα

Ο Ικμπάλ γεννήθηκε την Πρωτοχρονιά του 1983 στο Μαρίντκε, ένα χωριό κοντά στη Λαχώρη του Πακιστάν. Η οικογένειά του ήταν Καθολικοί Χριστιανοί και ιδιαίτερα φτωχοί όπως και οι περισσότεροι κάτοικοι του χωριού. Ο πατέρας του, Σαΐφ Mασίχ, ο οποίος εργαζόταν ως εργάτης λίγο καιρό μετά την γέννηση του Ικμπάλ εγκατέλειψε την οικογένεια και η μητέρα, η Ινιάτ Μπίμπι, έπρεπε να δουλεύει περισσότερες ώρες ως καθαρίστρια για να συντηρεί την οικογένεια. Έτσι, οι αδερφές του Ικμπάλ φρόντιζαν τον ίδιο και τα υπόλοιπα αδέρφια. Όταν ο Ικμπάλ ήταν περίπου τεσσάρων ετών ήρθε η ώρα να παντρευτεί ο μεγαλύτερος αδερφός του. Ωστόσο, δεν υπήρχαν τα απαραίτητα χρήματα και εφόσον η οικογένεια είχε ήδη πολλά χρέη η τράπεζα δεν τους δάνειζε άλλο. Έτσι, αναγκάστηκαν να πάρουν δάνειο από τον ιδιοκτήτη μιας τοπικής βιοτεχνίας χαλιών το ποσό των 600 ρουπίων (περίπου 12 δολάρια). Μιας και δεν είχαν κανένα άλλο περιουσιακό στοιχείο για θέσουν ως εγγύηση για το δάνειο, η οικογένεια αναγκάστηκε να «υποθηκεύσει» τον Ικμπάλ– μια τακτική που ονομάζεται peshgi στο Πακιστάν. Όταν πράγματι δεν μπορούσαν να είναι συνεπείς στις δόσεις του δανείου, ο Ικμπάλ σε ηλικία μόλις 5 ή 6 ετών αναγκάστηκε να εργάζεται στο ταπητουργείο, ώστε με την εργασία του να εξοφλήσει το χρέος. Ο Ικμπάλ έγινε ένα από τα πολλά παιδιά σκλάβους σε ένα ταπητουργείο.

Αν και θεωρείτο «υπόχρεος χρέους», ήταν στην πραγματικότητα όπως εκατομμύρια άλλα παιδιά, σκλάβος στον εργοδότη του, χωρίς ελπίδα να κερδίσει την ελευθερία του. Η καταναγκαστική εργασία, η παιδική εργασία και η δουλεία ήταν παράνομα στο Πακιστάν γι’ αυτό και τέτοιου είδους συμφωνίες γίνονταν τελείως ανεπίσημα επιτρέποντας στον ιδιοκτήτη της ταπητουργίας και δανειοδότη να θέτει τους όρους που ήθελε. Ταυτόχρονα, διεφθαρμένοι αξιωματούχοι και η ίδια η αστυνομία που δωροδοκούνταν έκανε τα στραβά μάτια στις περιπτώσεις παιδικής εργασίας.

Έτσι, παρά το γεγονός ότι εργαζόταν 14 ώρες την ημέρα και έξι μέρες την εβδομάδα, ο Ικμπάλ δεν κέρδισε ποτέ αρκετά χρήματα για να εξοφλήσει το χρέος, το κόστος της «μαθητείας» του (τον πρώτο χρόνο δεν πληρωνόταν καθόλου για να καλύπτει την μάθηση της δουλειάς), τα εργαλεία του, το φαγητό του, τα πρόστιμα για τα λάθη του ή τον αυξανόμενο τόκο. Μετά τη λήξη της μαθητείας του πληρωνόταν με 60 ρουπίες την ημέρα (περίπου 20 σεντς), ενώ το χρέος με τον υπέρογκο τόκο και κάποια έξτρα δάνεια που πήρε η οικογένεια έφτασε τελικά τις 13.000 ρουπίες (260 δολάρια), όταν ο Ικμπάλ ήταν 10 ετών.

Οι συνθήκες στις οποίες δούλευε ο Ικμπάλ και τα άλλα παιδιά ήταν φρικτές. Έπρεπε να κάθονται όλη τη μέρα οκλαδόν σε έναν ξύλινο πάγκο και να σκύβουν συνεχώς μπροστά, ώστε να δένουν εκατομμύρια κόμπους σε χαλιά. Έπρεπε να ακολουθούν ένα συγκεκριμένο μοτίβο, επιλέγοντας κάθε κλωστή και δένοντας προσεκτικά κάθε κόμπο. Δεν επιτρεπόταν να μιλούν μεταξύ τους και πάντα καιροφυλακτούσε ένας φύλακας που τα χτυπούσε ή τα τραυμάτιζε με τα αιχμηρά εργαλεία που χρησιμοποιούσαν για να κόψουν την κλωστή, αν μιλούσαν ή χάζευαν.

Το δωμάτιο στο οποίο δούλευαν ήταν αποπνικτικό, γιατί δεν μπορούσαν να ανοίξουν τα παράθυρα, ώστε να προστατευθεί η ποιότητα του μαλλιού. Για τον ίδιο λόγο το δωμάτιο ήταν σκοτεινό και μόνο δύο λάμπες κρέμονταν πάνω από τα παιδιά.

Αν τα παιδιά αντιμιλούσαν, χάζευαν ή ήταν άρρωστα, τιμωρούνταν. Τα ξυλοκοπούσαν άγρια ή τα έδεναν με αλυσίδες στον αργαλειό μερικές φορές για μέρες. Άλλες φορές μπορεί να κρεμούσαν τα παιδιά ανάποδα ή να τα έκλειναν σε μια σκοτεινή ντουλάπα. Ο Ικμπάλ προσπάθησε πολλές φορές να αποδράσει, ωστόσο ήταν τόσο αδύναμος από το ελάχιστο φαγητό που του δινόταν να φάει καθημερινά που δεν τα κατάφερνε. Το αποτέλεσμα ήταν να δέχεται όλες αυτές τις τιμωρίες.

Μια από αυτές τις φορές, αν και ήταν καχεκτικός από τον υποσιτισμό και τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης μέσα σε αφόρητη ζέστη με έναν αέρα γεμάτο χνούδια κατάφερε να διαφύγει μαζί με μερικούς φίλους του. Έτρεξαν στην τοπική αστυνομία και εξήγησαν ότι δούλευαν σε έναν εργοδότη που χτυπούσε τα παιδιά και τα κρατούσε σαν σκλάβους. Ο αστυνομικός όμως χρηματίστηκε από τον επιχειρηματία και επέστρεψε τα παιδιά στον «ιδιοκτήτη», όπου τους περίμενε άγρια τιμωρία.

Τον Οκτώβριο του 1992, ο Ικμπάλ κατάφερε να ξεφύγει και πάλι. Είχε ακούσει για μια συγκέντρωση του μη κυβερνητικού οργανισμού Bonded Labour Liberation Front (Απελευθερωτικό Μέτωπο του Πακιστάν από την Εργασία Χρέους- BLLF), ο οποίος μάχεται για την καταπολέμηση της εργασίας ως τρόπο αποπληρωμής χρεών, και ήθελε να την παρακολουθήσει. Κατάφερε να ξεφύγει και να ανέβει σε ένα φορτηγό με άλλους άντρες και γυναίκες που πήγαιναν εκεί. Στη συγκέντρωση ο Ικμπάλ άκουσε για τα δικαιώματά του ως εργαζόμενου και έμαθε ότι η δουλεία για χρέη είχε κηρυχτεί παράνομη πριν μερικά χρόνια.

Μάλιστα, εκτός από τη νομοθεσία κατά της δουλείας, η κυβέρνηση είχε ακυρώσει όλα τα χρέη προς τις επιχειρήσεις, ώστε οι επιχειρηματίες να μπορούν με τη σειρά τους να ελευθερώσουν τους χρεώστες τους. Ωστόσο, στην πραγματικότητα πολύ λίγες επιχειρήσεις απελευθέρωσαν τους σκλάβους τους. Όταν ζητήθηκε από τους ανθρώπους να μιλήσουν μπροστά στο πλήθος, ο Ικμπάλ παρουσιάστηκε εθελοντικά και μοιράστηκε την δική του εμπειρία.

Ο πρόεδρος του συνδικάτου Έχσαν Ούλα Χαν ακούγοντας την ιστορία του οργάνωσε μια προσπάθεια για να ελευθερώσει τον Ικμπάλ. Τον βοήθησε να συγκεντρώσει τα χαρτιά που χρειαζόταν για να δείξει στον εργοδότη του ότι δεν είχε δικαίωμα να τον κρατά στην δουλειά του. Μάλιστα, δεν αρκέστηκε να απελευθερωθεί ο ίδιος, αλλά προσπάθησε να απελευθερώσει και τους συναδέλφους του. Ο εργοδότης του αν και διαμαρτυρήθηκε έντονα δεν μπορούσε να κάνει κάτι πλέον μπροστά στο νόμο και στη δύναμη του συνδικάτου και αναγκάστηκε να αφήσει τα παιδιά να φύγουν.

Ελευθερία

Ο Ικμπάλ, μόλις τελικά απελευθερώθηκε έγινε μαθητής στο σχολείο του ΒLLF στο οποίο διδάσκονταν τα παιδιά που ήταν πρώην σκλάβοι. Η φοίτηση ήταν τετραετής, ωστόσο ο Ικμπάλ χάρη στην επιμονή του και την δίψα του για μάθηση κατάφερε να την ολοκληρώσει σε δύο μόνο χρόνια. Στο σχολείο σύντομα έγιναν φανερές οι ηγετικές του ικανότητες.

Σε ηλικία πλέον μόλις 12 ετών έγινε ένας από τους πιο επιδραστικούς ηγέτες του κινήματος για την κατάργηση της παιδικής δουλείας στο Πακιστάν. Καθώς άρχισε να κατανοεί καλύτερα τους νόμους και τα ανθρώπινα δικαιώματα, άρχισε να χρησιμοποιεί τη δυναμική του προσωπικότητά του για να μιλάει σε διαδηλώσεις και να συμμετέχει σε πορείες. Μάλιστα σε ορισμένες περιπτώσεις έφτασε να μπει κρυφά σε εργοστάσια, για να ρωτήσει τα παιδιά που δούλευαν εκεί για τις εμπειρίες τους και να διαπιστώσει αν ήταν σκλάβοι. Κατάφερνε να διεισδύει απαρατήρητος καθώς παρόλο που ήταν 12 χρονών λόγω του έντονου υποσιτισμού που είχε υποστεί τα προηγούμενα χρόνια έμοιαζε περισσότερο με ένα «ακίνδυνο» εξάχρονο αγοράκι. Αν και ήταν ένα απίστευτα επικίνδυνο εγχείρημα, με αυτό τον τρόπο κατάφερε να απελευθερωθούν εκατοντάδες παιδιά.

Το ΒLLF τον έστειλε να μιλήσει σε επιχειρήσεις και σε διαδηλώσεις σε όλο το Πακιστάν, όπου υπήρχαν σκλάβοι για χρέη, ενώ άρχισε να μιλά και σε ακτιβιστές απ’ όλον τον κόσμο. Με την ισχυρή προσωπικότητά του, εκπαίδευσε τους σκλάβους εργάτες και τους ενθάρρυνε να ξεφύγουν. Παρά τις απειλές κατά της ζωής του από την μαφία των επιχειρήσεων που ήταν κυρίαρχη στις μικρές κοινότητες, ο Ικμπάλ συνέχισε να μιλάει με αυτοπεποίθηση. Εκτιμάται ότι πάνω από 3.000 παιδιά στο Πακιστάν διέφυγαν από τη σκλαβιά, αφού άκουσαν ομιλίες και συμμετείχαν σε συναθροίσεις και συγκεντρώσεις του BLLF εκείνη τη χρονιά.

Ο Ικμπάλ άρχισε να επισκέπτεται άλλες χώρες και να μοιράζεται την ιστορία του, ευαισθητοποιώντας τον κόσμο για τα παιδιά σκλάβους και υπερασπιζόμενος την απελευθέρωσή τους. Μάλιστα, τον Δεκέμβριο του 1994 μετέβη στις ΗΠΑ όπου παρέλαβε το βραβείο Reebok Human Rights Award, το οποίο δίνεται σε νέους κάτω των 30 ετών που μάχονται για τα ανθρώπινα δικαιώματα με μη βίαιους τρόπους.

«Θα ήθελα να κάνω ό,τι έκανε ο Αβραάμ Λίνκολν … θα ήθελα να το κάνω στο Πακιστάν», είχε πει τότε.

Τα έξι χρόνια που έζησε ο Ικμπάλ ως σκλάβος τον επηρέασαν τόσο σωματικά όσο και ψυχικά. Σε ηλικία δέκα ετών είχε ύψος λιγότερο από 1,2 μέτρα και ζύγιζε μόλις 25 κιλά. Το σώμα του είχε σταματήσει να μεγαλώνει, κάτι που ένας γιατρός περιέγραψε ως «ψυχολογικό νανισμό». Ο Ικμπάλ υπέφερε επίσης από προβλήματα στα νεφρά, κυρτή σπονδυλική στήλη, βρογχικές λοιμώξεις και αρθρίτιδα.

Κατά κάποιον τρόπο, ο Ικμπάλ ενηλικιώθηκε άγρια όταν μπήκε στο εργοστάσιο χαλιών. Παρόλο που έχασε όμως την παιδική του αθωότητα δεν έχασε όμως και την παιδικότητά του. Όταν πήγε στις ΗΠΑ λάτρευε να παρακολουθεί κινούμενα σχέδια, ειδικά τον Bugs Bunny, και να παίζει παιχνίδια στον υπολογιστή.

«Συνήθιζα να φοβάμαι τους αφέντες μου, αλλά τώρα με φοβούνται αυτοί»

[δήλωση του Ικμπάλ]

Η αυξανόμενη φήμη του Ικμπάλ, οι πύρινοι λόγοι του που οδηγούσαν στην απελευθέρωση εργατών-σκλάβων και η προβολή του σε πολλά μέσα ενημέρωσης της Δύσης όπως ήταν αναμενόμενο προκάλεσε την οργή όσων ωφελούνταν ως τότε από την τακτική της εργατικής σκλαβιάς. Παράλληλα, η γνωστοποίηση του θέματος στη δύση σήμαινε ότι ήταν πιθανό να επηρεαστούν οι πωλήσεις των πακιστανικών χαλιών, ενώ αν οι βιομήχανοι άρχιζαν να πληρώνουν ενήλικες εργάτες σήμαινε ότι θα έπρεπε πλέον να μειώσουν το κέρδος τους. Ο Ικμπάλ άρχισε να δέχεται απειλές θανάτου τόσο για τον ίδιο όσο και για την οικογένειά του, ωστόσο δεν πτοήθηκε.

Μετά την επίσκεψή του στις Ηνωμένες Πολιτείες επέστρεψε στο σπίτι του, το Πακιστάν. Πέρασε τους τελευταίους μήνες της ζωής του πηγαίνοντας στο σχολείο με την ελπίδα να γίνει δικηγόρος για να αγωνιστεί για λογαριασμό των σκλάβων.

Στις 16 Απριλίου 1995, ήταν η μέρα της γιορτής του Πάσχα και γύρισε στο χωριό του, ώστε να περάσει λίγο χρόνο με τη μητέρα του και τα αδέρφια του. Το βράδυ συναντήθηκε με δύο από τα ξαδέρφια του και τα τρία αγόρια πήγαν με ένα ποδήλατο στο χωράφι του θείου τους για να του πάνε φαγητό. Στο δρόμο τα αγόρια έπεσαν πάνω σε κάποιον που τους πυροβόλησε με κυνηγετικό όπλο. Ο Ικμπάλ πέθανε αμέσως. Ένας από τους ξαδέρφους του πυροβολήθηκε στο χέρι, ενώ ο άλλος δεν χτυπήθηκε.

Στην επίσημη έκθεσή της, η αστυνομία ισχυρίστηκε ότι πυροβολήθηκε τυχαία από έναν ντόπιο εργάτη, τον Μοχάμεντ Ασράφ, γνωστός και ως Χέρο λόγω του πολύ σοβαρού εθισμού του στην ηρωίνη. Σύμφωνα με τις αρχές, τα παιδιά έπιασαν τον Ασράφ να επιδίδεται σε ανάρμοστες σεξουαλικές πράξεις με έναν γάιδαρο στην άκρη του δρόμου. Αυτός όταν είδε τα παιδιά τρόμαξε και έβγαλε ένα όπλο και τους πυροβόλησε. Αμέσως μετά τράπηκε σε φυγή.

Παρά την εκδοχή της αστυνομίας, αμέσως από το ευρύ κοινό θεώρησαν ως υπαίτια για τη δολοφονία του Ικμπάλ την λεγόμενη «μαφία των χαλιών» που δρούσε στην περιοχή και την οποία «ενοχλούσε» το παιδί με τη δράση του. Πολυπληθείς διαδηλώσεις σημειώθηκαν στη Λαχόρη, το Νέο Δελχί και άλλες περιοχές. Η είδηση της δολοφονίας του μεταδόθηκε από παγκόσμια μέσα ενημέρωσης, όπως το Associated Press, το Γαλλικό Πρακτορείο και το Reuters. Στην Αυστραλία ξεκίνησε ένα κίνημα πιέζοντας τους πωλητές χαλιών να σταματήσουν να πουλάνε χαλιά από το Πακιστάν, ενώ κάτι ανάλογο έγινε και σε άλλες χώρες όπως τη Γερμανία και τις ΗΠΑ.

Τα ξαδέρφια του Ικμπάλ,  τα οποία ήταν παρόντα στη δολοφονία του, όταν βρέθηκαν υπό την προστασία του BLLF δήλωσαν ότι είχαν συμφωνήσει με την εκδοχή της αστυνομίας καθώς είχαν πιεστεί.

«Καθώς πηγαίναμε στο χωράφι του θείου μας άκουσα έναν πυροβολισμό και λιποθύμησα», εξήγησε αργότερα ένα από τα ξαδέρφια, ο Φαριάντ, μπροστά στους πολυάριθμους δημοσιογράφους. «Όταν ξύπνησα, η αστυνομία μας περικύκλωσε με απειλητικό τρόπο. Μας είπαν να τους συνοδεύσουμε στο αστυνομικό τμήμα όπου μας έβαλαν να υπογράψουμε με τα δακτυλικά μας αποτυπώματα. Φοβόμουν τόσο πολύ που τους υπάκουσα». Το παιδί είπε ότι όταν συνέβησαν όλα αυτά ήταν αρκετά σκοτεινά και δεν μπορούσαν να δουν πολλά πράγματα, ούτε και τον Ασράφ με τον γάιδαρο.

Τα παιδιά είπαν ότι υπάκουσαν, παρέμειναν σιωπηλοί και σεβάστηκαν τις οδηγίες που έδωσε η αστυνομία το βράδυ του εγκλήματος. «Η αστυνομία απείλησε να σκοτώσει τους γονείς μας αν δεν συμφωνήσουμε να κάνουμε ό,τι μας πουν», ανέφερε ο Φαριάντ.

Παράλληλα, υπάρχουν πολλές προβληματικές αναφορές για τα όσα ακολούθησαν την δολοφονία. Οι αρχές δεν τράβηξαν καμία φωτογραφία από τον τόπο του εγκλήματος, ενώ το πτώμα του Ικμπάλ έμεινε για ώρες αφημένο μέσα στο αστυνομικό τμήμα πριν οδηγηθεί στο νεκροτομείο. Η νεκροψία απέδειξε ότι ο Ικμπάλ είχε δεχθεί μακράν τις περισσότερες σφαίρες. Σύμφωνα με την ιατροδικαστική έκθεση, ο Ικμπάλ είχε στο σώμα του 120 σκάγια καραμπίνας από το πόδι του ως την δεξιά πλευρά της πλάτης του, ενώ ο ξάδερφος του είχε δεχθεί 8 σκάγια στο αριστερό του χέρι.

Τα σκάγια είχαν σημεία εισόδου στην πλάτη του κάτι που δημιούργησε υποψίες στη θεωρία ότι τα παιδιά στέκονταν απέναντι από τον Ασράφ, όταν τα πυροβόλησε.

Ο Ασράφ συνελήφθη μετά από αρκετές μέρες ύστερα από καταγγελία ενός αγρότη που τον εντόπισε να περιφέρεται κοντά στο κτήμα του. Παραδέχθηκε τα πάντα, αν και πολλά σημεία από την κατάθεσή του δεν ταίριαζαν απόλυτα με την αρχική εκδοχή. Μάλιστα στη συνέχεια μιλώντας στα ΜΜΕ έπεσε σε πολλές αντιφάσεις.

Εξαιτίας όλων αυτών, η Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Πακιστάν ανέλαβε να εξετάσει τη δολοφονία και τελικά αποφάνθηκε ότι συμφωνεί με την επίσημη εκδοχή της αστυνομίας καθώς δεν βρήκε στοιχεία για το αντίθετο. Επεσήμανε ωστόσο ότι ορισμένα κομμάτια της υπόθεσης απαιτούν περαιτέρω έρευνα.

Η οργάνωση BLLF και ο Έχσαν Ούλα Χαν προσωπικά αμφισβήτησε εξ αρχής τα αποτελέσματα των ερευνών που έδειχναν τον Ασράφ ως δολοφόνο και ο Έχσαν ξεκίνησε μια εκστρατεία εκτός Πακιστάν για την ευαισθητοποίηση της Δύσης στο θέμα. Την ίδια στιγμή όμως ξεκίνησε και μια εκστρατεία αμαύρωσης της εργασίας του BLLF με επιθέσεις κατά του Εχσάν και συλλήψεις μελών του. Η πλευρά της βιομηχανιας των χαλιών υποστήριξε ότι δεν υπήρχαν παιδιά σκλάβοι που δούλευαν σε ταπητουργεία, αν και παραδέχτηκε ότι υπάρχουν ανήλικοι που δουλεύουν σε αυτά και μάλιστα σε πολύ καλές συνθήκες, αλλά πληρώνονται και συντηρούν τις οικογένειές τους. Παράλληλα, υποστήριξαν ότι το Ικμπάλ δεν ήταν παιδί αλλά 19 ετών όταν πέθανε παρουσιάζοντας ένα πιστοποιητικό γέννησης, το οποίο ωστόσο δεν μπόρεσε να εξακριβωθεί αν είναι αυθεντικό.

Μέχρι σήμερα δεν έχει υπάρξει καμία περαιτέρω εξέλιξη στην υπόθεση της δολοφονία του, καθώς για τις αρχές της χώρας το θέμα θεωρείται ότι έχει κλείσει.

Επίλογος

Ο Ικμπάλ κηδεύτηκε στις 17 Απριλίου 1995,  και στην κηδεία του παραβρέθηκαν περίπου 800 άνθρωποι. Το νήμα της ζωής του κόπηκε απότομα ωστόσο μέσα σε μόλις δύο χρόνια κατάφερε να εμπνεύσει χιλιάδες ανθρώπους ώστε να βρουν την ελευθερία τους και έκανε γνωστό σε όλον τον κόσμο τις συνθήκες που αντιμετωπίζουν πολλά παιδιά στον κόσμο. Όμως παρά τον αγώνα του, το πρόβλημα της παιδικής εργασίας συνεχίζεται και σήμερα. Εκατομμύρια παιδιά, ειδικά στο Πακιστάν και την Ινδία, εργάζονται σε εργοστάσια για να αποπληρώνουν τα χρέη των οικογενειών τους φτιάχνοντας χαλιά, λασπότουβλα, τσιγάρα, κοσμήματα και ρούχα ζώντας παρόμοιες φρικτές συνθήκες όπως βίωσε ο Ικμπάλ.

«Τα παιδιά πρέπει να έχουν μολύβια στα χέρια, όχι εργαλεία», έλεγε ο Ικμπάλ. Όλα αυτά τα χρόνια μετά η φωνή του δεν έχει εισακουστεί όσο θα έπρεπε.

ΠΗΓΗ-φώτος: janus.gr

Σχολιάστε εδώ

Η διεύθυνση του email σας δεν θα δημοσιευθεί.

Παρόμοια άρθρα