Το φρικτό έγκλημα της Κόζα Νόστρα με θύμα ένα παιδί. Απήγαγαν το αγόρι στα 12 του και το σκότωσαν στα 15. Οι καταθέσεις που παγώνουν το αίμα
H Μαφία διατείνεται ότι ακολουθεί έναν κώδικα τιμής. «Όχι γυναίκες, όχι παιδιά» λένε οι μυημένοι στην Κόζα Νόστρα αλλά όπως αποδεικνύεται είναι απλά μια φράση που όταν οι συνθήκες το απαιτούν μπαίνει στο ντουλάπι. Χαρακτηριστικότερη ίσως υπόθεση του μέχρι που μπορεί να φτάσει η φρίκη του οργανωμένου εγκλήματος είναι η απαγωγή και τελικά η δολοφονία ενός 12χρονου. Αυτό είναι ίσως το ειδεχθέστερο των εγκλημάτων της ιταλικής εγκληματικής οργάνωσης.
Η απόφαση
Στις 23 Μαΐου 1992 στην εθνική οδό Α29, κοντά στη διασταύρωση του Capaci (Καπάτσι) η Μαφία με 400 κιλά εκρηκτικά δολοφόνησε τον δικαστή Τζιοβάνι Φαλκόνε, τη σύζυγο του και ακόμα τρία άτομα. Η ιταλική κυβέρνηση αντέδρασε με τέτοια ένταση που η λίστα με τους «pentini» (μετανοούντες)-τους ανθρώπους της Μαφίας που θέλησαν να περάσουν στην… άλλη μεριά και να γίνουν πληροφοριοδότες- μεγάλωνε συνεχώς. Τα αφεντικά της Μαφίας θορυβήθηκαν και ζήτησαν δραστικά μέτρα.
Στις 14 Νοεμβρίου 1993 οι Ματέο Μεσίνα Ντενάρο, Λεολούκα Μπαγκαρέλα, Τζιούζεπε Γκραβιάνο και Τζιοβάνι Μπρούσκα συναντήθηκαν σε ένα εργοστάσιο ασβέστη στη μικρή πόλη Μισιλμέρι στη Σικελία. Ο Ντενάρο ζήτησε εξηγήσεις από τον Μπρούσκα για το γεγονός ότι όλο και περισσότερα μέλη της Μαφίας συνεργάζονταν με την αστυνομία και έδιναν στοιχεία για τη Σφαγή του Καπάτσι. Ο «Diabolik» τονίζει στον Μπρούσκα, ο οποίος είχε το προσωνύμιο «σκανακριστιάνι» (αυτός που σφάζει Χριστιανούς), ότι πρέπει άμεσα να στείλουν σκληρό μήνυμα σε όσους συνεργάζονται ή σκέφτονται να συνεργαστούν με τις αρχές.
Διάφορα σχέδια και ονόματα πέφτουν στο τραπέζι. Ο Τζιουζέπε Γκραβιάνο αναφέρει τον Σαντίνο ντι Ματέο ο οποίος έχει καταθέσει και μπει σε πρόγραμμα προστασίας μαρτύρων. Λέει ότι πρέπει να σκοτώσουν τον γιό του, τον 12χρονο Τζιουζέπε. Ο Μπρούσκα προτείνει να απαγάγουν το παιδί. Την τελική έγκριση δίνει ο Ντενάρο και την οργάνωση της απαγωγής αναλαμβάνει ο Γκραβιάνο.
Η απαγωγή
Το πρωτοπαλίκαρο του Γκραβιάνο, Γκασπάρε Σπάτουτσα γνωστός ως ο «φαλακρός» (u Tignusu) συμμετείχε στην απαγωγή και όταν πλέον συνελήφθη έδωσε λεπτομέρειες για το τι ακριβώς συνέβη.
Ο μικρός Τζιουζέπε αγαπούσε τα ζώα και έκανε ιππασία. Το απόγευμα της 23ης Νοεμβρίου 1993, βγαίνοντας από τον ιππικό όμιλο όπου πήγαινε, μια ομάδα ανδρών τον πλησίασε. Φορούσαν στολές αστυνομικών και του είπαν πως έχουν έρθει να τον παραλάβουν και να τον πάνε στο πατέρα του για να τον δει. Ο Σαντίνο ντε Ματέο βρισκόταν σε κρησφύγετο και το παιδί είχε πολύ καιρό να τον δει. «Το αγόρι μας πίστεψε και χάρηκε πολύ. Είπε: Μπαμπά μου, αγάπη μου. Στα μάτια του μοιάζαμε άγγελοι όμως ήμασταν λύκοι» θα πει ο Σπάτουτσα και θα συνεχίσει:
«Τον βάλαμε στο βαν, ένα Fiat Fiorino, και τον δέσαμε. Έκλαιγε και μας έλεγε ότι θέλει να πάει στην τουαλέτα. Ξέραμε ότι δεν είναι αλήθεια, απλά φοβόταν. Του είπαμε να ηρεμήσει και ότι θα επιστρέφαμε την επόμενη μέρα όμως δεν τον είδαμε ποτέ ξανά». Έκρυψαν το βανάκι σε μια αποθήκη στο χωριό Λασκάρι απ’ όπου το παρέλαβε η ομάδα που θα κρατούσε το παιδί.
779 μέρες
Από τη στιγμή που ο Τζουζέπε δεν επέστρεψε στο σπίτι η οικογένεια ξεκίνησε την αναζήτηση. Την 1η Δεκεμβρίου 1993 έλαβαν το πρώτο μήνυμα, έναν φάκελο με δύο φωτογραφίες του αγοριού να κρατάει εφημερίδα της 29ης Νοεμβρίου 1993 και ένα σημείωμα που έγραφε: «Βουλώστε το στόμα σας». Ήταν ξεκάθαρο πλέον πως το παιδί ήταν στα χέρια της Κόζα Νόστρα που ζητούσε έτσι από τον πατέρα να σταματήσει τη συνεργασία με τις αρχές.
Η μητέρα ανέφερε στην αστυνομία την «εξαφάνιση» του Τζουζέπε στις 14 Δεκεμβρίου 1993. Το βράδυ εκείνης της ημέρες στο σπίτι του παππού του έφτασε ένα ακόμα σημείωμα. «Εμείς έχουμε το παιδί, μην πάτε στην αστυνομία αν ενδιαφέρεστε για το τομάρι του. Πρέπει να επικοινωνήσεις με τον γιό σου και να του πεις πως αν θέλει να σώσει το παιδί πρέπει να αποσύρει τις κατηγορίες και να σταματήσει να δημιουργεί τραγωδίες». Ο φάκελος περιείχε μια ακόμα φωτογραφία του Τζουζέπε.
Καθ’ όλη τη διάρκεια του 1994 το παιδί μεταφερόταν από το ένα μέρος στο άλλο. Αγροικίες και παρατημένα κτίρια σε Παλέρμο, Τραπάνι και Αγκριτζέντο. Ο Μπρούσκα άρχισε να δυσανασχετεί και ζήτησε από τον Ντενάρο να αναλάβει την υπόθεση. Σύμφωνα με καταθέσεις ο «Diabolik» κράτησε για λίγο το παιδί στην περιοχή του Τραπάνι.
Το καλοκαίρι του 1995 ο Τζιουζέπε μεταφέρθηκε στο υπόγειο μια αγροικίας στο μικρό χωριό Σαν Τζιουζέπε Γιάτο. Εκεί έμεινε συνολικά 180 μέρες.
Ο Σαντίνο ντι Ματέο έκανε πολλές ανεπιτυχείς προσπάθειες να βρει το παιδί. Η οικογένεια επιχείρησε να έρθει σε επαφή με ισχυρά πρόσωπα μέσα στην Κόζα Νόστρα αλλά δεν υπήρξε κάποιο αποτέλεσμα. «Είχα ελπίδα αλλά μέσα μου γνώριζα πως όταν κάποιος εμπλέκεται σε μια τέτοια κατάσταση το πιο πιθανό είναι να μην επιστρέψει» θα πει ο Σαντίνο ντι Ματέο.
Η δολοφονία
Τη μοίρα του Τζιουσέπε σφράγισε η ερήμην καταδίκη σε ισόβια του Τζιοβάνι Μπρούσκα (φωτό). Ο Ντενάρο, σε συνεννόηση με τους Γκραβιάνο και Μπαγκαρέλα, έδωσαν εντολή να εκτελεστεί το παιδί και ζήτησαν «lupara bianca». Ένας όρος της Κόζα Νόστρα που σημαίνει να εξαφανιστεί το πτώμα. Έτσι δεν θα υπήρχαν στοιχεία αλλά στερούσαν και από την οικογένεια την δυνατότητα για μια κανονική κηδεία.
Ο Βιτσένσο Τσιόντο συμμετείχε στη δολοφονία του 15χρονου πλέον Τζουζέπε. Σε κατάθεση του στις 28 Ιουλίου 1998 θα δώσει όλες τις λεπτομέρειες και θα προκαλέσει φρίκη.
«Ήταν 11 Ιανουαρίου 1996. Είπα στο παιδί να σταθεί στη γωνία, δίπλα στο κρεβάτι. Να σηκώσει τα χέρια του και να κοιτάζει τον τοίχο. Έκανε αυτό που του είπα. Πήγα λοιπόν από πίσω του και του πέρασα το σχοινί στον λαιμό. Τράβηξα δυνατά και τον έριξα στο πάτωμα. Ο Έντσο Μπρούσκα (αδελφός του Τζιοβάνι) κρατούσε τα χέρια του και ο Τζιουζέπε Μοντιτσιόλο τα πόδια του, ώστε να μην κουνιέται. Την ώρα της επίθεσης, όταν ο Μοντιτσιόλο έπιασε τα πόδια, είπε στο παιδί: «Συγγνώμη, ο πατέρας σου ήθελε να παίξει τον κερατά». Το παιδί δεν καταλάβαινε τίποτε, δεν περίμενε τίποτα, δεν υπήρχε καν. Τι εννοώ με αυτό, δεν είχε την αντίδραση ενός παιδιού, φαινόταν… μαλθακό. Δεν παραλείπαμε ποτέ το φαγητό του αλλά ήταν η ταλαιπωρία, η έλλειψη ελευθερίας. Το παιδί είχε γίνει πολύ μαλθακό, ήταν σαν να είναι φτιαγμένο από βούτυρο. Για αυτό πιστεύω ότι δεν κατάλαβε τίποτα. Δεν κατάλαβε ούτε ότι πέθαινε. Έκανε μόνο ένα ξαφνικό τίναγμα, ένα αργό τίναγμα και δεν κουνήθηκε ξανά. Μόνο τα μάτια του, τα μάτια του γύρισαν. Του έβγαλα τα ρούχα και τα είχε κάνει πάνω του. Ίσως από τον φόβο, ίσως σαν φυσική αντίδραση στον θάνατο. Αφού τον γδύσαμε του βγάλαμε και ένα ρολόι που φορούσε στο χέρι. Γεμίσαμε το βαρέλι με το οξύ και πήραμε το παιδί. Το έπιασα από τα πόδια και οι Μοντιτσιόλο και Μπρούσκα από τα χέρια. Τον βάλαμε στο βαρέλι και ανεβήκαμε πάνω. Μετά από λίγη ώρα κατέβηκα να δω τι έχει γίνει. Είχε μείνει ένα κομμάτι από το χέρι και από την πλάτη. Τα είδα γιατί προσπάθησα να ανακατέψω το βαρέλι. Ήταν για μια στιγμή γιατί δεν άντεξα λόγω της μυρωδιάς από το οξύ. Ήταν αποπνικτικά εκεί μέσα και έφυγα. Μετά πήγαμε όλοι για ύπνο…».
Σχεδόν όλοι ελεύθεροι
Το 1999 το δικαστήριο του Παλέρμο καταδίκασε τους Τζιοβάνι και Έντσο Μπρούσκα, τον Βιτσέντσο Τσιόντο, τον Τζουζέπε Μοντιτσιόλο και τον Σαλβατόρε Γκριγκόλι (είχε συμμετάσχει στην απαγωγή) για την υπόθεση του Τζουζέπε ντι Ματέο. Μέσα στα επόμενα χρόνια αποκαλύφθηκαν και τα ονόματα των αρχηγών (Ντενάρο, Γκραβιάνο, Μπαγκαρέλα) που έδωσαν τις εντολές. Καταδικάστηκαν επίσης και κάποια άτομα που είχαν βοηθήσει στην μεταφορά και κράτηση του παιδιού μέσα σε αυτές τις 779 μέρες.
Τον Ιούνιο του 2021 η υπόθεση επανήλθε στο προσκήνιο καθώς ο Τζιοβάνι Μπρούσκα, εκμεταλλευόμενος το γεγονός ότι είχε συνεργαστεί με τις αρχές, αφέθηκε ελεύθερος. Ήδη εκτός φυλακής ήταν οι τρεις που συμμετείχαν στην δολοφονία του 15χρονου. Κατέθεσαν κατά της Κόζα Νόστρα και έμειναν ελάχιστα στο κελί. Από τον 2003 οι Έντσο Μπρούσκα και Τζιουζέπε Μοντιτσίλιο και από το 2007 ο εκτελεστής του Τζουζέπε ντι Ματέο, Βιτσέντσο Τσιόντο ήταν ήδη ελεύθεροι.
Ο Ματέο Μεσίνα Ντενάρο (φωτό πάνω) συνελήφθη και θα λογοδοτήσει και γι’ αυτό το έγκλημα.
ΠΗΓΗ-φώτο: janus.gr