Παρασκευή, 03/05/2024 | 16:43

«Σκοτώσαμε τη χήρα και την ρίξαμε στα γουρούνια, για να την φάνε»

716 Προβολές
Σπύρος Πλέουρας | 03/12/2023, 11:59 πμ | 0 σχόλια

Η δίκη για την ισχυρή ιταλική μαφιόζικη οργάνωση της Ντρανγκέτα έφερε στο φως τις ανατριχιαστικές μεθόδους τιμωρίας και «εκκαθάρισης» των εχθρών της

Σε μια δίκη μαμούθ με 338 άτομα να κάθονται στο εδώλιο με κατηγορίες για δολοφονίες και βασανισμούς παρουσιάστηκε όλη η φρίκη πίσω από τη δράση της Ντρανγκέτα. Για την αποκάλυψη της δρασης της εργάστηκαν περίπου 2.500 ερευνητές της αστυνομίας, ενώ είχαν τοποθετηθει πάνω από 24.000 συσκευές παρακολούθησης. Η δίκη διεξήχθη σε ένα ειδικά διαμορφωμένο τηλεφωνικό κέντρο καθώς δεν υπήρχε αρκετά μεγάλη αίθουσα δικαστηρίου για να χωρέσει τους 600 δικηγόρους, τους 900 μάρτυρες και τα κελιά που χρειάζονταν για τους κατηγορούμενους.

Η ιταλική οργάνωση που «γεννήθηκε» στην Καλαβρία, ελέγχει τη διακίνηση ναρκωτικών σε ολόκληρη την Ευρώπη όντας ο σημαντικότερος συνεργάτης των καρτέλ της Νότιας Αμερικής στη Γηραιά Ήπειρο. Εμπλέκεται επίσης σε διακίνηση όπλων, εκβιασμούς, τοκογλυφία και δίκτυα πορνείας.

Κατά τη διαδικασία, η οποία κατέληξε στην καταδίκη 207 ατόμων με ποινές κάθειρξης έως και 30 χρόνια (συνολικά οι ποινές που επιβλήθηκαν φτάνουν τα 2.200 χρόνια!), παρουσιάστηκαν, με λεπτομέρειες που παγώνουν το αίμα,  ιστορίες φρίκης για το πώς η οργάνωση βασάνιζε, δολοφονούσε και εξαφάνιζε ανθρώπους.

Δημοσίευμα της βρετανικής εφημερίδας Daily Mail παρουσιάζει μερικές από αυτές τις ιστορίες που θυμίζουν ταινία τρόμου.

Η δίκη αφορούσε κατά κύριο λόγο πέντε υποθέσεις δολοφονίας: τον βασανισμό και την δολοφονία για λόγους εκδίκησης δύο μαφιόζων το καλοκαίρι του 1996, τη δολοφονία ενός γκέι γκάνστερ το 2002 και μια ακόμα διπλή δολοφονία το 2002. Τα πτώματα των τριών από των πέντε αυτών δολοφονημένων δεν βρέθηκαν ποτέ. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια της δίκης ήρθαν στο φως οι ανατριχιαστικές λεπτομέρειες πολλών ακόμα υποθέσεων.

Πώς εξαφανίστηκε για πάντα η Τσιντάμο

Μια από τις υποθέσεις που αποκαλύφθηκαν ήταν η μυστηριώδης ως τώρα εξαφάνιση της Μαρία Τσιντάμο, της οποίας τα ίχνη χάθηκαν τον Μάιο του 2016. Το αυτοκίνητο της 42χρονης είχε βρεθεί έξω από τηνείσοδο μιας έκτασης που της άνηκε, στην κοινότητα Λιμπάντι της Καλαβρίας. Στην περιοχή έκανε κουμάντο η πανίσχυρη και αδίστακτη οικογένεια Μανκούζο. Το αυτοκίνητο ήταν αναμμένο, η πόρτα του οδηγού ανοιχτή και οι Αρχές εντόπισαν ίχνη αίματος και τρίχες, όμως η ίδια η Τσιντάμο δεν βρέθηκε ποτέ.

Η έκταση ανήκε στον σύζυγο της 42χρονης και είχε έρθει στην κατοχή της μετά τον θάνατο του. Σκόπευε να φτιάξει εκεί μια μικρή φάρμα.

Ο σύζυγος της Τσιντάμο είχε αυτοκτονήσει έναν χρόνο πριν και πολλοί θεώρησαν ότι πίσω από την εξαφάνιση της βρισκόταν η οικογένεια του. Τη θεωρούσαν υπεύθυνη για την αυτοκτονία, γιατί είχε ζητήσει διαζύγιο.

Όπως αποδείχτηκε όμως, το χρονικό σημείο της εξαφάνισης ήταν προσεκτικά επιλεγμένο από τα μέλη της Ντρανγκέτα, για να παραπλανήσουν τους ερευνητές. Το πραγματικό κίνητρο πίσω από την αρπαγή και δολοφονία της γυναίκας ήταν τιμωρία της. Η Τσιντάμο είχε να αρνηθεί να πουλήσει τη γη της σε έναν γείτονα που είχε δεσμούς με την Ντρανγκέτα.

Μέλη της οργάνωσης την ακολούθησαν και της επιτέθηκαν. Τη δολοφόνησαν και εξαφάνισαν το πτώμα της ρίχνοντας το σε γουρούνια που είχαν αφήσει νηστικά για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ό,τι απέμεινε από τα οστά της το συνέθλιψαν κάτω από τις ερπύστριες μιας μπουλντόζας. Έτσι εξαφάνισαν για πάντα την Τσιντάμο.

Φρικτά βασανιστήρια

Η αποκάλυψη της φρικτής μοίρας της 42χρονης ήταν μόνο μια από τις ιστορίες που ακούστηκαν στη δίκη. Ένα άλλο θύμα της Ντρανγκέτα, ένας άντρας, βασανίστηκε επί τρεις συνεχόμενες μέρες. Όπως αποκαλύφθηκε τα μέλη της οργάνωσης χρησιμοποίησαν μια τανάλια που έχουν οι κτηνοτρόφοι για να κόβουν τις οπλές βοοειδών. Έναν άλλο τον κατακρεούργησαν με ένα εξάρτημα από τρακτέρ. Ένας νεαρός βιολόγος ονόματι Ματέο Βίτσι κάηκε ζωντανός στο αμάξι του: Οι μαφιόζοι είχαν τοποθετήσει μια βόμβα στο αυτοκίνητό του. Όταν η βόμβα εξερράγη έσπασαν και τα δύο του πόδια, με αποτέλεσμα να εγκλωβιστεί στο φλεγόμενο αυτοκίνητο.

Εάν κάποιος έδειχνε απρόθυμος να πληρώσει το ποσό που είχαν ορίσει οι μαφιόζοι ως αντάλλαγμα για την παροχή προστασίας, λάμβανε ένα μήνυμα που δεν μπορούσε να παραβλέψει.

Ένας επιχειρηματίας που αρνιόταν να καταβάλλει 2.000 ευρώ τον μήνα στη μαφία βρήκε παρατημένο έξω από τα γραφεία της κατασκευαστικής του εταιρείας ένα νεκρό δελφίνι. Όπως αποδείχτηκε, ένας από τους μαφιόζους το είχε βρει ξεβρασμένο σε μια κοντινή παραλία και αποφάσισε να το χρησιμοποιήσει σαν εργαλείο εκφοβισμού.

 

Ένας άλλος επιχειρηματίας, ιδιοκτήτης καταστήματος με ρούχα, ανακάλυψε μια μέρα ένα νεκρό κουτάβι κρεμασμένο από την πόρτα του μαγαζιού του. Άλλες τακτικές που εφάρμοζε η Ντρανγκέτα για να πείσει τα θύματα της να συμμορφωθούν περιλάμβαναν κομμένα κεφάλια κατσικιών και πυρπολήσεις αυτοκινήτων.

Στη δίκη αποκαλύφθηκε ότι η Ντρανγκέτα είχε απλώσει παντού τα πλοκάμια της. «Κάναμε λίγο απ’ όλα. Δολοφονίες, βασανισμούς, εκβιασμούς, ναρκωτικά, στημένες εκλογές, απάτες..» δήλωσε ένας «πεντίτο», όπως αποκαλούνται οι μαφιόζοι που μετανοούν και συνεργάζονται με τις αρχές.

Μετά τη δίκη, ο αναπληρωτής εισαγγελέας, Βιντσένζο Καπομόλλα, ανέφερε ότι η «Ντρανγκέτα είναι τόσο βαθιά δικτυωμένη που νομίζω ότι δεν υπάρχει καμία πτυχή της ζωής στην περιοχή αυτή στον οικονομικό και κοινωνικό τομέα, που δεν εξαρτιόταν από την εκφοβιστική δύναμη αυτής της εγκληματικής οργάνωσης».

Η οργάνωση έκανε… δουλειές ακόμα και σε νοσοκομεία και νεκροταφεία. Μέλη της παραμόνευαν σε νεκροτομεία των τοπικών κλινικών. Η δουλειά τους ήταν να διασφαλίσουν ότι οι συγγενείς των αποθανόντων θα απευθύνονταν στο… σωστό γραφείο τελετών.

Υπήρχαν τρεις επιλογές, για να καταλήξει κάποιος σε ένα γραφείο τελετών και όλα ελέγχονταν από τρεις διαφορετικές οικογένειες, οι οποίες χρέωναν με υπέρογκα ποσά τις οικογένειες που θρηνούσαν τα αγαπημένα τους πρόσωπα.

Η Ντρανγκέτα διατηρούσε επίσης κρυψώνες όπλων σε νεκροταφεία, αγόραζε και πωλούσε οικογενειακούς τάφους σε εξωφρενικές τιμές. Σε μια περίπτωση ένας φύλακας νεκροταφείου βρήκε μέσα σε έναν τάφο ένα πιστόλι και το κράτησε. Η οργάνωση τον εντόπισε και του έσπασε τα γόνατα.

Χρησιμοποιούσαν ασθενοφόρα σαν «ταξί» για τη διακίνηση ναρκωτικών και για να μεταφέρουν άτομα που αναζητούσε η αστυνομία. Έλεγχαν τις προσλήψεις σε νοσοκομεία και σχολεία.

Μια ακόμα ιστορία που ακούστηκε είναι πώς ανάγκασαν μια κωμόπολη να εκτρέψει το νερό που χρησιμοποιούσε στα σιντριβάνια, ώστε να καταλήγει σε μια έκταση όπου είχαν βάλει κάνναβη, για να ποτίζεται.

Η Ντρανγκέτα έλεγχε και κατασκευαστικές εταιρίες τις οποίες χρησιμοποιούσε για να παίρνει μεγάλα έργα αλλά και να ξεπλένει χρήματα. Είχε άτομα μέσα στα κέντρα μεταναστών ώστε να εκμεταλλεύεται τους νεαρούς άντρες ως εργάτες γης.

Όπως αποκαλύφθηκε στη δίκη, στην κατοχή της η οργάνωση είχε οίκους μόδας και ξενοδοχεία ενώ πλήρωνε κορυφαίους δικηγόρους και λογιστές. Φυσικά είχε παρεισφρήσει και στον χώρο του ποδοσφαίρου. Χαρακτηριστική είναι η ιστορία που ακούστηκε για την ομάδα Βιμπονέζε στην οποία το 20% είχε μέλος της Ντρανγκέτα και είχε ανοίξει στο γήπεδο ένα παράνομο μπαρ το οποίο διηύθυνε ο ανιψιός του.

Ωστόσο, παρόλο που τα μέλη της Ντρανγκέτα κέρδισαν ετησίως συνολικά περίπου 57 δισεκατομμύρια ευρώ, ζούσαν κατά κύριο λόγο απλές ζωές παραμένοντας στα χωριά στα οποία είχαν μεγαλώσει. Πολλές φορές ξέφευγαν για χρόνια από τη δικαιοσύνη καθώς φυγαδεύονταν μέσω ενός μεγάλου δικτύου τούνελ και καταφυγίων.

 

Από πολλές πλευρές, η δίκη επιβεβαίωσε πολλά από τα στερεότυπα γύρω από τους μαφιόζους. Όλοι είχαν παράξενα παρατσούκλια που θύμιζαν ήρωες από κόμικ, ενώ ξεκινούσαν μεταξύ τους βεντέτες με το παραμικρό όπως την κλοπή αυτοκινήτων ή ζώων αλλά και για τα κέρδη.

Η σχέση με την πολιτική

Ωστόσο, όπως σημειώνει ο αρθρογράφος Τομπάιας Τζόουνς, ο οποίος παρακολουθεί εδώ και χρόνια την υπόθεση της ιταλικής μαφίας, η μεγάλη αποκάλυψη στη δίκη ήταν ότι η μαφία δεν ήταν απλώς «ανόητοι με όπλα», αλλά είχαν διεισδύσει σε όλες τις επαγγελματικές τάξεις.

«Η δύναμη της μαφίας εξαρτάται από τις σχέσεις της με τον έξω κόσμο», αναφέρει ο Φεντερίκο Βαρέζε, Καθηγητής Εγκληματολογίας στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και συγγραφέας του «Mafia Life», «και αυτή η δίκη αποκάλυψε ακριβώς αυτό: την εκτεταμένη συνεργασία μεταξύ των «καθώς πρέπει» εγκληματιών (πολιτικοί, αστυνομικοί, επιχειρηματίες) και των μαφιόζων».

Ενδεικτικά, ο Τζιανκάρλο Πιτέλι, ο οποίος καταδικάστηκε σε 11 χρόνια φυλακή, είναι πρώην γερουσιαστής του ιταλικού κοινοβουλίου (έχει περάσει από το κόμμα Forza Italia του Σίλβιο Μπερλουσκόνι και το σημερινό κυβερνών κόμμα Fratelli d’Italia της Τζόρτζια Μελόνι). Ως δικηγόρος του Λουίτζι Μανκούσο, καταδικάστηκε για «εγκληματική συνωμοσία σε σχέση με τη μαφία» καθώς έδινε επανειλημμένα πληροφορίες στις φατρίες της μαφίας σχετικά με επικείμενες έρευνες.

Ένας από τους πληροφοριοδότες του Πιτέλι ήταν ο Τζόρτζιο Νασέλι, ένας αντισυνταγματάρχης της Ιταλικής Αστυνομίας. Ο Νασέλι καταδικάστηκε σε δυόμισι χρόνια φυλακή για επανειλημμένη αποκάλυψη μυστικών στοιχείων έρευνας στον Πιτέλι.

Μεταξύ άλλων που καταδικάστηκαν αυτή την εβδομάδα ήταν ένα μέλος της ιταλικής μυστικής υπηρεσίας, ο οποίος είχε υπάρξει και μέλος της ανακριτικής μονάδας κατά της μαφίας, της DIA.

Η σχέση μεταξύ μαφίας και πολιτικής ήταν πολύ στενή. Η Μαφία χρησιμοποιούσε τη δύναμή της ώστε να εκλεγούν συγκεκριμένοι πολιτικοί και στη συνέχεια αυτοί οι πολιτικοί επιβράβευαν την Μαφία και τις επιχειρήσεις της δίνοντάς τους τις δουλειές στα δημόσια έργα και κάνοντας τα στραβά μάτια στις παρανομίες τους.

«Ο λόγος που η Μαφία υπάρχει είναι επειδή απλώς δεν υπάρχουν αρκετοί πολιτικοί για να την αντιμετωπίσουν», αναφέρει ο Νικολά Γκρατέρι ο κεντρικός επικεφαλής εισαγγελέας  των ερευνών κατά της Μαφίας, ο οποίος ζει με ένοπλη συνοδεία εδώ και 30 χρόνια και βλέπει πολύ σπάνια την οικογένειά του καθώς μένει συνήθως σε ασφαλή καταφύγια.

«Θα μπορούσα να αποσυνθέσω την Ντρανγκέτα σαν ένα απλό παιχνίδι μέσα σε τρεις ή τέσσερις μέρες. Θα μπορούσα να την διαλύσω τελείως. Αλλά για να το κάνω αυτό θα έπρεπε να έχω την στήριξη των πολιτικών και να υπάρχουν νόμοι που είναι ανάλογοι με την πραγματικότητα», τονίζει και προσθέτει «Πάρα πολλοί άνθρωποι στην Ιταλία αντιμάχονται την Μαφία μόνο με τα λόγια, μιλάνε χωρίς να κάνουν τίποτα. Συνήθως αναγκάζομαι να συλλάβω δεκάδες φορές το ίδιο άτομο μέσα σε έναν χρόνο», τονίζει.

Μαφία χωρίς τέλος

Η δυσκολία της εξάρθρωσης της Ντρανγκέτα έχει επίσης να κάνει με την ίδια τη δομή της, η οποία δεν μοιάζει με άλλες οργανώσεις της μαφίας. Δεν έχει μια αυστηρή ιεραρχία, αλλά στην πραγματικότητα είναι «μια συνομοσπονδία πολύ ανεξάρτητων εγκληματικών ομάδων. Όλες μοιράζονται τα ίδια τελετουργικά και ενσωματώνονται στην ίδια δομή, αλλά η καθεμία είναι πολύ αυτόνομη στην επικράτειά της», αναφέρει ο Βαρέζε. Παράλληλα, οι περισσοτερες ομάδες έχουν μεταξύ τους συγγενικούς δεσμούς κάτι που τις καθιστά πιο ενωμένες.

Η δίκη αυτή έχει παρουσιαστεί ως μια μοναδική ευκαιρία, για να σταματήσει ο απόλυτος έλεγχος της Μαφίας σε αυτό το μέρος της Ιταλίας, αλλά η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Υπάρχουν περίπου 150 διαφορετικές ομάδες οπότε ακόμα και αν εξαρθρωθούν δύο ή τρεις από αυτές, το σύνολο της οργάνωσης θα επηρεαστεί ελάχιστα.

«Οι προσδοκίες από το τι μπορεί να πετύχει αυτή η δίκη είναι εντελώς μη ρεαλιστικές», λέει η Ζόρα Χάουζερ, καθηγήτρια κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης που  ειδικεύεται στην Ντρανγκέτα. «Αυτό σίγουρα δεν είναι ένα ισοπεδωτικό χτύπημα», τονίζει.

«Η δίκη είχε εξαιρετικά αποτελέσματα εναντίον συγκεκριμένων οικογενειών, αλλά η δράση εναντίον δύο φατριών σε μια επαρχία της Καλαβρίας είναι σαν μια σταγόνα στον ωκεανό, όταν η οργάνωση έχει παρουσία σε περισσότερες από 40 χώρες».

Τόσο ο Βαρέζε όσο και η Χάουζερ πιστεύουν ότι η πρόληψη είναι εξίσου σημαντική με την καταστολή.

«Οι συλλήψεις και οι δίκες είναι εξαιρετικές, αλλά η οργάνωση απλώς αυτορυθμίζεται. Μέχρι να αλλάξει όλη η οικονομική δομή της κοινωνίας της Καλαβρίας με έγκυρους θεσμούς, αποτελεσματική αστική δικαιοσύνη, αντιμονοπωλιακούς νόμους, ανοιχτό ανταγωνισμό και άλλα παρόμοια, τίποτα δεν θα αλλάξει», αναφέρει ο Βαρέζε.

Και οι περισσότεροι κάτοικοι της Καλαβρίας αμφιβάλλουν ότι τα πράγματα θα αλλάξουν ποτέ. Η «Ντρανγκέτα» – που έγινε ευρέως γνωστή το 1973 επειδή ήταν πίσω από την απαγωγή του Τζον Πολ Γκέτι III – δημιουργήθηκε πριν από περίπου 150 χρόνια, εν μέρει ως ένοπλη αντίσταση στις προσπάθειες του Βορρά να επιβάλει την ιταλική ενότητα. Αυτή η αντίσταση μεταλλάχθηκε αργότερα σε οργανωμένο έγκλημα και οι κάτοικοι της πάλαι ποτέ «Μεγάλης Ελλάδας» μοιάζει, σύμφωνα με τον αρθρογράφο Τομπάιας Τζόουνς, να νιώθουν μοιρολατρικά ότι απλώς έτσι έχουν τα πράγματα.

Μια παροιμία άλλωστε της περιοχής λέει χαρακτηριστικά: «Αν θες να κλωτσήσεις όλες τις πέτρες, στο τέλος δεν θα σου έχουν μείνει παπούτσια» κι αυτό φαίνεται να σκέφτονται οι περισσότεροι κάτοικοι της Καλαβρίας για την πιθανότητα να απαλλαγούν από την Μαφία.

ΠΗΓΗ-φώτος: janus.gr

 

Σχολιάστε εδώ

Η διεύθυνση του email σας δεν θα δημοσιευθεί.

Παρόμοια άρθρα