Ο ΦΤΩΧΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ
π. Δημητρίου Μπόκου
Ὁ νικητὴς στρατὸς τοῦ μεγάλου πριγκιπάτου δαφνοστεφανωμένος ἐπέστρεφε στὴν πατρίδα. Μὲ ὑψωμένες σημαῖες οἱ νικηφόρες φάλαγγες ἐπέλαυναν μεγαλόπρεπες, ἐνῶ παιάνες καὶ τύμπανα ἀνέβαζαν στὰ οὐράνια τὶς καρδιές. Ὁ λαὸς μὲ ἐκρηκτικὲς ἐκδηλώσεις χαρᾶς ὑποδεχόταν τὰ στρατευμένα παιδιά του. Εἶχαν πολεμήσει ἡρωικὰ γιὰ τὴν ἀσφάλεια καὶ τὴν εἰρήνη τῆς χώρας τους. Οἱ πολέμιοι ποὺ τὴν εἶχαν ἀπειλήσει κατατροπώθηκαν ἀποφασιστικὰ καὶ ὁριστικά.
Στὸ πολεμικό του ἅρμα ὁ Μέγας Πρίγκιπας, μὲ στρατιωτικὴ περιβολή, ἐπιβλητικὸς μὲς στὴν ἀστραφτερὴ πανοπλία του, μὲ πορφυρὸ κράνος καὶ χιονόλευκο λοφίο στὸ κεφάλι, ζωσμένος στὴ μέση μὲ βαρὺ ἀργυρὸ σπαθὶ σὲ θήκη χρυσή, ἡγήθηκε τῆς θριαμβικῆς πορείας μέχρι τὶς ἀνοιχτὲς πύλες τῶν ἀνακτόρων. Ἀνέβηκε στὴν ψηλὴ ἐξέδρα ποὺ εἶχε στηθεῖ εἰδικὰ γιὰ τὸν ἑορτασμὸ τῆς μεγάλης του νίκης. Ὁ πρωτοσπαθάριος πλησίασε καὶ ἔριξε πάνω στοὺς ὤμους του τὴ βασιλικὴ πορφύρα, ποὺ ὑψώθηκε ἀμέσως στὸ φύσημα τοῦ ἀνέμου σὰν σημαία πάνω ἀπὸ τὴν πολεμική του ἐξάρτηση.
Οἱ γενναῖοι του στρατηγοὶ πῆραν θέση δεξιὰ καὶ ἀριστερά του καὶ ὁ Μέγας Πρίγκιπας χαιρέτησε τὰ πλήθη ποὺ τὸν ἐπευφημοῦσαν μὲ ἔξαλλο ἐνθουσιασμό. Βρισκόταν στὸ ἀπόγειο τῆς δόξας του. Ἡ ἐμπιστοσύνη τοῦ λαοῦ στὸ πρόσωπό του ἦταν ἀπόλυτη. Ἡ ἀφοσίωσή του ἔκδηλη. Ἡ καρδιά του κολυμποῦσε σὲ πέλαγος εὐφορίας. Ἦταν μιὰ μέρα γεμάτη χαρά. Τὸ πριγκιπάτο ἔγραφε τὶς πιὸ λαμπρὲς σελίδες τῆς ἱστορίας του.
Ἦταν γι’ αὐτό, ποὺ δὲν κατάλαβε κανένας τὸ μεγάλο γεγονὸς ποὺ ἀκολούθησε λίγες μέρες μετά. Μὲς στὴ χαρούμενη ἀνεμελιὰ ποὺ διαδέχτηκε τὴν ἔνδοξη νικηφόρα ἐπιστροφή, δὲν ἔτυχε κανένας νὰ προσέξει μιὰ χαμηλὴ ἅμαξα μὲ κατεβασμένα τὰ βῆλα, ποὺ ἀναχωροῦσε ἀθόρυβα ἕνα πρωὶ ἀπὸ τὴν πόλη τους. Τὰ νέα μαθεύτηκαν λίγο ἀργότερα ἀφήνοντας τὸ ἀνύποπτο πριγκιπάτο ἄναυδο: Ὁ Μέγας Πρίγκιπας παραιτήθηκε ἀπὸ τὸ ἀξίωμά του καὶ ἐγκατέλειπε τὸ βασίλειό του, ἀφήνοντας στὸν ἀδελφό του τὸ στέμμα του. Ἡ ἀναπάντεχη εἴδηση προκάλεσε τρομερὸ σὸκ σὲ ὁλόκληρη τὴ χώρα.
Ὁ γενναῖος ἡγεμόνας ἦταν ψυχὴ θεοσεβής. Ἂν καὶ ὑπῆρξε στὶς μάχες κραταιὸς καὶ ἀήττητος, σεβαστὸς σὲ φίλους καὶ ἐχθρούς, ἡ δόξα καὶ τὸ ἀνθρώπινο μεγαλεῖο δὲν γέμιζαν τὴν ψυχή του. Δὲν εὕρισκε εὐχαρίστηση στοὺς πολέμους καὶ τοὺς ἀνταγωνισμούς. Κατανοοῦσε τὸ ἄστατο τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων. Τὰ μάτια του εἶχαν δεῖ ἀρκετὲς φορὲς τὸ πισωγύρισμα τῆς τύχης. Τὴν ἄνοδο καὶ τὴν κάθοδο βασιλέων. Τὴ δόξα καὶ τὸν ὄλεθρο νὰ ἐναλλάσσονται στὸ ἴδιο ἅρμα. Τὴ ζωὴ καὶ τὸν θάνατο νὰ διεκδικοῦν τὸν ἴδιο ἀναβάτη. Εἶχε ἀντικρίσει πολλὰ ποτάμια αἵματος, ἀναρίθμητα νιάτα νὰ σωριάζονται, ἄγουρα στάχυα, στὸ χῶμα ἀπ’ τὸ ἀνεύσπλαχνο δρεπάνι τοῦ χάρου.
Δὲν ἤθελε νὰ χαραμίσει τὴ ζωή του στὴ χλιδὴ καὶ τὴν καλοπέραση, ἀλλὰ νὰ τὴν προσφέρει στὸν οὐράνιο βασιλέα του. Καὶ νὰ τὸ κάνει αὐτό, ὄχι στὰ γεράματά του, ὅταν θὰ καταντοῦσε ἕνα ἄχρηστο ἀδύναμο κουφάρι, ἀλλὰ τώρα, πάνω στὴ δόξα του, προτοῦ ξοδέψει τὶς ἀκμαῖες ἀκόμα δυνάμεις του στὴν ἀνθρώπινη ματαιότητα. Προτοῦ ἡ θριαμβική του εὐφορία μεταβάλει τὴν ψυχική του διάθεση. Ἤθελε νὰ προσφέρει στὸν Θεὸ τὴν καλύτερη, τὴ δυναμικότερη ἔκδοση τοῦ ἑαυτοῦ του. Νὰ δουλέψει γι’ αὐτὸν τώρα, στὸν ἀνθὸ τῆς νιότης καὶ τῆς ρώμης του.
Ἀφοῦ στερέωσε τὴ θέση τῆς χώρας του ἀνάμεσα στὰ ἄλλα βασίλεια καὶ ἐξασφάλισε τὴν εἰρήνη καὶ κάθε δυνατὴ εὐημερία στοὺς ὑπηκόους του, πῆρε τὴ μεγάλη ἀπόφαση. Πάνω στὴ λαμπρότερη στιγμὴ τῆς ζωῆς του καὶ ἐνῶ τὸ μεγαλεῖο του ἀνθρωπίνως εἶχε ἀπογειωθεῖ, ἔκανε τὴ μεγάλη ἀνατροπή. Στὸ ἀποκορύφωμα τῆς δόξας του, χωρὶς νὰ συρθεῖ ἀπὸ κάποια ἀνάγκη, ἤρεμα καὶ ἀποφασιστικά, χωρὶς νὰ πειθαναγκαστεῖ ἀπὸ καμμιὰ ἐξωτερικὴ δύναμη, ψύχραιμα καὶ θεληματικά, ἔκανε τὴ ριζοσπαστικότερη καμπὴ στὴν πορεία του.
Συγκέντρωσε τοὺς «ἰδίους οἰκογενεῖς» καὶ ὅλη τὴν πολιτικὴ καὶ στρατιωτικὴ ἀρχὴ τοῦ πριγκιπάτου καὶ ἐντελῶς ἁπλὰ καὶ φυσικὰ ἀνακοίνωσε τὴν ἀπόφασή του. Σείστηκε ὁ κόσμος συθέμελα. Οἱ ἄνθρωποι τὰ ἔχασαν καὶ μὲ τὸ δίκιο τους. Ἀπόλυτα συγκλονισμένοι προσπάθησαν κάποιοι νὰ μιλήσουν, μὰ ὁ Μεγάλος Πρίγκιπας ὕψωσε τὸ χέρι του, γιὰ νὰ δείξει πὼς ἡ ἀπόφασή του ἦταν ἀμετάκλητη.
Μπρὸς στὸ ἀκάνθινο στεφάνι τοῦ Ἐσταυρωμένου ἀπόθεσε τὸ διαμαντένιο πολύτιμο στέμμα του. Ξεζώστηκε τὸ βαρύτιμο σπαθί του γιὰ νὰ σηκώσει τὸν ματωμένο σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ. Ἀγκάλιασε ἕναν-ἕναν τους παλιούς του συντρόφους στὶς μάχες καὶ στοὺς κινδύνους. Τοὺς φίλησε ὅλους μὲ δάκρυα. Δὲν θὰ ξαναβλεπόντουσαν πιά. Ἔκλαιγαν ὅλοι, ἄλλοι σιωπηλὰ καὶ ἄλλοι μὲ λυγμούς.
Ἔδωσε τὴν ἐλευθερία σὲ ὅλο τὸ ὑπηρετικὸ προσωπικό του μαζὶ μὲ χρήματα γιὰ νὰ προχωρήσουν τὴ ζωή τους. Μὰ τότε μέσα ἀπὸ τὸ πλῆθος ξεχώρισε ἕνας ἄνθρωπος. Προχώρησε λίγα βήματα καὶ στάθηκε μπροστά του, ἀκουμπώντας τὸ γόνατο στὴ γῆ. Ἦταν ὁ πιστὸς ἱπποκόμος του.
– Δὲν θέλω τὰ χρήματα, σεβαστέ μου ἄρχοντα! Καὶ δὲν πρόκειται νὰ πάω πουθενά. Θὰ εἶμαι μαζί σου, ὅπου κι ἂν πᾶς, ὅπου καὶ νὰ βρίσκεσαι. Ὅπως σὲ ὑπηρέτησα σὰν δοῦλος σου, ἔτσι θὰ σὲ ὑπηρετήσω καὶ ἐλεύθερος.
Ὁ Μεγάλος Πρίγκιπας, μὲ τὴν καρδιά του νὰ χτυπάει ἀνεξέλεγκτα, τὸν ἔσφιξε στὴν ἀγκαλιά του.
– Θὰ εἶσαι ἀγαπημένος μου ἀδελφὸς καὶ ὄχι ὑπηρέτης μου!
Ἀλληλοσυγχωρέθηκε μὲ ὅλους μέσα σὲ κλίμα βαθύτατης συγκίνησης καὶ ζήτησε ταπεινὰ νὰ τὸν θυμοῦνται στὶς προσευχές τους. Τὸ ἑπόμενο κιόλας πρωὶ ὁ Πρίγκιπας τῆς καρδιᾶς τους δὲν βρισκόταν πλέον ἀνάμεσά τους.
Ὅσο νὰ συνειδητοποιήσουν οἱ ἄνθρωποι τί συνέβη καί, ἀκόμη περισσότερο, πολὺ πρὶν ἀρχίσουν νὰ κατανοοῦν τί ἦταν αὐτὸ ποὺ ὤθησε τὸν ἀγαπημένο τους ἄρχοντα νὰ ἀνταλλάξει τὴν ἐπίγεια βασιλεία του μὲ τὴν οὐράνια, ὁ Μέγας Πρίγκιπας βρισκόταν ἤδη πολὺ μακριά. Μὲ τὴ συνοδεία μόνο τοῦ πιστοῦ ἱπποκόμου του, ὅδευε σὲ τόπους ἄγνωστους, μακρινούς. Ταξίδευε πρὸς τοὺς Ἁγίους Τόπους, ὅπου εὐχόταν καὶ ἔλπιζε νὰ περάσει τὸ ὑπόλοιπο τῆς ζωῆς του, ἀλλάζοντας τὴν πολύτιμη βασιλικὴ πορφύρα μὲ τὸ φτωχικὸ μοναχικὸ τριβώνιο.
Κάποιοι βέβαια δὲν μπόρεσαν ποτὲ νὰ καταλάβουν τὸν θαυμαστὸ αὐτὸν ἄνθρωπο. Θεώρησαν τρέλα, μωρία, ἀνοησία τὴν ἀπόφασή του. Οἱ πολλοὶ ὅμως συγκλονίστηκαν. Ἐκτίμησαν βαθύτερα τὸν ἤδη καταξιωμένο μέσα τους ἡγεμόνα. Ἀγάπησαν πιὸ δυνατὰ τὸν ἀγαπημένο τους ἄρχοντα. Ἡ φωτεινή του μορφὴ χαράχτηκε ἀνεξίτηλα μέσα τους. Καὶ διδάχτηκαν βαθιὰ ἀπὸ τὴ συγκλονιστική του αὐτὴ κίνηση. Ὁ καλός τους Πρίγκιπας παρέμεινε στὴν ψυχή τους ἐσαεὶ ζωντανὸ ἀξεπέραστο πρότυπο ὑπέροχης βιοτῆς. Ἦταν γι’ αὐτοὺς ἕνας ἅγιος βασιλιάς.
Ὁ ἱπποκόμος σταμάτησε τὴν ἅμαξα στὸ μικρὸ πλάτωμα, ξέζεψε τὰ κουρασμένα ἄλογα καὶ τὰ ἔφερε στὸ μικρὸ ρυάκι ποὺ κυλοῦσε στὴν ἄκρη γιὰ νὰ πιοῦν. Ἔπειτα τὰ ἄφησε ἐλεύθερα στὸ πράσινο χορτάρι νὰ βοσκήσουν καὶ νὰ ξεκουραστοῦν. Μὰ ὅταν πῆγε νὰ τὰ ξαναζέψει, ἕνα σύννεφο σκόνης φάνηκε νὰ σκιάζει τὸν ὁρίζοντα πίσω τους.
Ἕνα τεράστιο καραβάνι πρόβαλε σὲ λίγο μπροστά τους. Ὑποζύγια φορτωμένα καὶ κατασκονισμένες ἅμαξες προπορεύονταν μὲ ἀργὸ ρυθμό. Ἦταν φανερὸ πὼς ἐρχόντουσαν ἀπὸ ταξίδι μακρύ. Σκορπισμένοι ἔφιπποι καὶ ὁπλισμένοι ἄντρες διέτρεχαν ἀπ’ ἄκρη σ’ ἄκρη τὴ μεγάλη ταξιδιωτικὴ συνοδεία. Ἀνάμεσά τους ἕνα μεγάλο πλῆθος ἄντρες καὶ γυναῖκες κάθε ἡλικίας, ρακένδυτοι, καταπονημένοι, σκέλεθρα, ἔσερναν μὲ ἀνείπωτη δυσκολία τὰ βήματά τους. Ναί, δυστυχῶς, ἦταν ἕνα καραβάνι αἰχμαλώτων. Ὁ ἀέρας γέμιζε ἀπὸ τὰ βογγητὰ τῶν σκλάβων, τὶς φωνὲς καὶ τὶς βρισιὲς τῶν φρουρῶν τους, τὰ σφυρίγματα τῶν μαστιγίων, τὰ ποδοβολητὰ καὶ τὰ χλιμιντρίσματα τῶν ἀλόγων.
Οἱ δουλέμποροι σταμάτησαν τὴ μακάβρια πομπὴ κοντὰ στὸ νερό. Ἄνθρωποι καὶ ζῶα ἔτρεξαν ἀμέσως, ἔσκυψαν βιαστικὰ καὶ ἀνυπόμονα νὰ δροσιστοῦν. Ὁ Μέγας Πρίγκιπας πλησίασε τὸ πλῆθος, ποὺ τσακισμένο ἀπὸ τὴν κούραση εἶχε καθίσει καταγῆς. Θὰ ἦταν πάνω ἀπὸ ἑκατὸ ἄτομα. Οἱ περισσότεροι, νέοι ἄντρες, αἰχμάλωτοι πολέμου, ἀλλὰ καὶ πολλοὶ ἄμαχοι, γυναῖκες καὶ ἄντρες, ἀκόμα καὶ μικρὰ παιδιά, θύματα ἁρπαγῆς. Οἱ δουλέμποροι ἀσφαλῶς τοὺς εἶχαν ἐξαγοράσει ἀπὸ κατακτητὲς καὶ τώρα κατευθύνονταν στὰ μεγάλα σκλαβοπάζαρα γιὰ νὰ τοὺς πουλήσουν ὅσο μποροῦσαν ἀκριβότερα.
Ἡ κατάστασή τους ἦταν τραγική. Ἡ πίκρα καὶ ὁ πόνος αὐλάκωναν τὰ πρόσωπά τους. Τὰ κορμιά τους, μισοντυμένα μὲ ἄθλια κουρέλια, ματωμένα ἀπὸ τὰ μαστίγια καὶ τοὺς τραυματισμούς, σκέβρωναν ἀπὸ τὴν πείνα καὶ τὴν κακοπάθεια. Οἱ πιὸ ἀδύναμοι σωριάζονταν, ἀφήνοντας τὴν τελευταία τους πνοὴ καθ’ ὁδόν. Μὰ δὲν νοιαζόταν γι’ αὐτοὺς κανένας πιά. Ἐγκαταλείπονταν ἀδιάφορα βορὰ στὰ ἀγρίμια. Ἴσως ὅμως νὰ ἦταν καὶ οἱ πιὸ τυχεροί.
Ἡ καρδιὰ τοῦ Πρίγκιπα σφίχτηκε μπρὸς στὸ φριχτὸ θέαμα. Ἔμεινε νὰ παρατηρεῖ γιὰ λίγο συλλογισμένος τὸ ταλαιπωρημένο ἀνθρώπινο κοπάδι. Εἶχε πολεμήσει ὁ ἴδιος πολλὲς φορές, μὰ δὲν κακοποίησε ποτὲ αἰχμάλωτο. Μετὰ ἀπὸ κάθε πόλεμο, τοὺς ἔστελνε ξανὰ στὸν τόπο τους ἐλεύθερους. Καὶ πολὺ περισσότερο, δὲν ἐπέτρεψε ποτὲ νὰ πειραχτεῖ ἄμαχος. Τὸν ἐκτιμοῦσαν καὶ τὸν σέβονταν γι’ αὐτὸ οἱ πάντες, φίλοι κι ἐχθροί.
Ἀναζήτησε τὸν ἀρχηγὸ τῆς «ἐπιχείρησης» καὶ προσπάθησε νὰ διαπραγματευτεῖ. Ἐκεῖνος ἀρχικὰ δὲν ἔδειξε καμμιὰ προθυμία νὰ δεχτεῖ κάποιον ἄγνωστο, μὰ ὅταν ἔμαθε ὅτι πρόκειται γιὰ τὸν Μεγάλο Πρίγκιπα, ὑποχώρησε ἀμέσως καὶ ἔδειξε κάθε σεβασμὸ καὶ εὐγένεια. Ἡ φήμη καὶ τὸ ὄνομα τοῦ Μεγάλου Πρίγκιπα εἶχαν ξεπεράσει τὰ σύνορα τοῦ πριγκιπάτου του. Τὸν γνώριζαν σχεδὸν παντοῦ.
Ὁ Πρίγκιπας εἶχε μαζί του χρήματα. Πολλὰ χρήματα. Ἕνα μικρὸ θησαυρό. Τὸν προόριζε γιὰ τὰ ἱερὰ προσκυνήματα, ὅπου εἶχε σκοπό, μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, νὰ ἐγκαταβιώσει. Ἤθελε νὰ ἀνακαινίσει καὶ νὰ λαμπρύνει ὅσο γινόταν περισσότερο τοὺς ἱεροὺς ναοὺς καὶ τὰ μοναστήρια ποὺ εἶχαν κτισθεῖ πάνω στοὺς τόπους ὅπου «ἔστησαν οἱ πόδες» τοῦ Κυρίου του. Θὰ ξεκινοῦσε ἀπ’ τὸν ναὸ τῆς Γέννησης στὴ Βηθλεέμ, πάνω ἀπὸ τὸ ἅγιο Σπήλαιο, ὅπου πρωτοφανερώθηκε στὴ γῆ ὡς ἄνθρωπος, «παιδίον νέον, ὁ πρὸ αἰώνων Θεός». Εὐελπιστοῦσε μάλιστα νὰ εἶναι τὰ Χριστούγεννα ἐκεῖ. Νὰ προλάβει ἔγκαιρα, ταπεινὸς προσκυνητὴς σὰν τοὺς βοσκοὺς καὶ τοὺς μάγους κι αὐτός, νὰ γιορτάσει τὴ θεία Γέννηση στὴν πόλη τοῦ Δαυΐδ. Ὁ θησαυρὸς ποὺ κουβαλοῦσε θὰ ἦταν τὸ ἀφιέρωμά του, τὸ δῶρο του στὸ νεογέννητο Βρέφος, ἡ δική του εὐλαβικὴ προσφορὰ στὸν Σωτήρα Χριστό.
Μὰ νά, ποὺ τώρα βρέθηκαν μπροστά του «ἐν περιστάσει», σὲ ἀνάγκη δεινή, πολλοὶ ἄλλοι ἔμψυχοι ναοί, οἱ ἔνσαρκες εἰκόνες τοῦ Θεοῦ. Τί θά ’πρεπε νὰ κάνει; Δὲν χρειάστηκε ὥρα πολλὴ γιὰ νὰ πάρει τὴν ἀπόφασή του. Πολλὴ ὅμως ὥρα τοῦ πῆρε ἡ διαπραγμάτευση μὲ τὸν ἀδυσώπητο ἀρχηγὸ τῶν δουλεμπόρων γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση ὅλου ἐκείνου τοῦ πλήθους.
Μὲ τὰ πολλὰ κατάφερε μιὰ ἀξιοπρεπῆ συμφωνία. Ὁ Πρίγκιπας ἔδωσε ὅλα τὰ χρήματά του καὶ οἱ αἰχμάλωτοι θὰ ἀποκτοῦσαν ὅλοι τὴν ἐλευθερία τους. Οἱ δουλέμποροι θὰ τοὺς παρεῖχαν ἐπιπλέον ξηρὰ τροφὴ μιᾶς ἡμέρας, γιὰ νὰ φτάσουν στὴν κοντινότερη πόλη. Καὶ ὁ Πρίγκιπας, μέσῳ τοῦ καλοῦ του ἱπποκόμου, ἔβαλε στὸ χέρι τοῦ καθενὸς ἕνα μικρὸ ποσό, τὰ τελευταῖα ἐλάχιστα χρήματα ποὺ τοῦ εἶχαν ἀπομείνει, γιὰ νὰ ξεκινήσει ὁ καθένας τὸ ταξίδι γιὰ τὸν τόπο του.
Οἱ φτωχὲς ἀπελπισμένες ὑπάρξεις σήκωσαν τὸ κεφάλι ξανά. Ἔπεσαν στὰ γόνατα νὰ εὐχαριστήσουν τὸν Θεὸ καὶ τὸν ἀνέλπιστο σωτήρα τους, τὸν Πρίγκιπα. Κλαίγοντας ἀπὸ εὐγνωμοσύνη καὶ χαρά, ἀγκάλιασαν τὰ πόδια του νὰ τὰ φιλήσουν. Μὰ ἐκεῖνος τοὺς προέπεμψε γεμάτος συγκίνηση καὶ γνέφοντας στὸν ἱπποκόμο του, πῆρε ξανὰ τὸν δρόμο του, φτωχὸς πλέον κι αὐτὸς ἀνάμεσα στοὺς ἄλλους φτωχούς.
Εἶχαν ἤδη φτάσει στὰ πρόθυρα μιᾶς μικρῆς πόλης καὶ συλλογίζονταν ποῦ καὶ πῶς θὰ μποροῦσαν νὰ περάσουν τὴ νύχτα τους. Χρήματα πιὰ δὲν ὑπῆρχαν. Ἔπρεπε νὰ βρεθεῖ καὶ κάτι γιὰ φαγητό. Γιὰ ὕπνο θὰ μποροῦσαν νὰ βολευτοῦν κάπως καὶ στὴν ἅμαξα. Ἄρχισαν νὰ ψάχνουν γιὰ μιὰ ἥσυχη γωνιὰ νὰ σταματήσουν. Μὰ πρὶν ἀκόμα καταλήξουν κάπου, μιὰ συγκλονιστικὴ σκηνὴ μπρὸς στὴν εἴσοδο μιᾶς χαμηλῆς κατοικίας τοὺς συντάραξε. Τρεῖς χειροδύναμοι ἄντρες εἶχαν τραβήξει ἀπὸ μέσα τὸν φτωχὸ ἰδιοκτήτη τοῦ σπιτιοῦ, σέρνοντάς τον βίαια στὸν δρόμο. Πίσω του ἔτρεχαν μὲ φωνὲς καὶ κλάματα ἡ γυναίκα του καὶ τέσσερα μικρὰ παιδιά. Τί εἶχε συμβεῖ;
Ὁ ἄνθρωπος ἦταν ὀφειλέτης στὸν τοκογλύφο τῆς πόλης. Ἡ προθεσμία γιὰ τὴν ἐξόφληση τοῦ μεγάλου του χρέους εἶχε περάσει πρὸ πολλοῦ, τὸ ἴδιο καὶ ὅσες παρατάσεις κατάφερε νὰ τοῦ δοθοῦν. Τελικὰ ὁ ἀνελέητος τοκογλύφος, ποὺ δὲν δάνειζε φυσικὰ γιὰ τὴν ψυχή του, ἔστειλε τοὺς ἀνθρώπους του γιὰ νὰ καθαρίσουν τὴν ὑπόθεση. Ἡ ζωὴ τοῦ φτωχοῦ ὀφειλέτη πλέον τοῦ ἀνῆκε. Θὰ φυλακιζόταν, ἤ, τὸ πιθανότερο, θὰ πουλιόταν ὡς δοῦλος, πράγμα ποὺ συνέφερε περισσότερο τὸν σκληρὸ τοκογλύφο. Ὅποιο ἀπ’ τὰ δυὸ κι ἂν γινόταν, γιὰ τὴ φτωχὴ οἰκογένεια θά ’ταν καταστροφή.
Μὰ ὁ καλόκαρδος Πρίγκιπας δὲν παρέμεινε ἁπλὸς θεατής. Ἀφοῦ πληροφορήθηκε πῶς ἔχουν τὰ πράγματα γιὰ τὸν ἄτυχο βιοπαλαιστή, εἶπε στοὺς ἀνθρώπους τοῦ δανειστῆ:
– Ἔχω αὐτὰ τὰ δυὸ καλὰ ἄλογα καὶ τὴν ἅμαξα ποὺ βλέπετε. Ἡ ἀξία τους, ἀπὸ ὅσο μπορῶ νὰ ὑπολογίσω, εἶναι περίπου στὸ ὕψος τοῦ χρέους τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ. Πάρτε τα λοιπὸν καὶ ἀφῆστε τοὺς φτωχοὺς ἀνθρώπους ἥσυχους.
Καὶ κάπως ἔτσι, ἔκλεισε τὸ θέμα ἐκεῖ. Τὰ ἄλογα καὶ ἡ ἅμαξα ἄλλαξαν χέρια ἀμέσως. Ἀπὸ τὴ μιὰ στιγμὴ στὴν ἄλλη ὁ Πρίγκιπας μὲ τὸν πιστὸ ἱπποκόμο του βρέθηκαν ἀκόμα πιὸ φτωχοί. Μὰ ἡ ταλαίπωρη οἰκογένεια σώθηκε. Οἱ ἄνθρωποι δὲν πίστευαν στὰ μάτια τους. Σὲ μιὰ στιγμὴ βίωσαν δυὸ δυσβάσταχτα ἀντιφατικὰ συναισθήματα. Ὅσο νὰ συνέλθουν ὅμως ἀπὸ τὴν πρώτη σοκαριστικὴ περιπέτεια καὶ ἀπὸ τὴ δεύτερη ἀπρόσμενη ἔκπληξη, ὁ Πρίγκιπας μὲ τὸν ἱπποκόμο του εἶχαν πάρει δρόμο. Δὲν ἔνιωθαν ποτὲ καλὰ νὰ εἰσπράττουν τὶς εὐχαριστίες τῶν φτωχῶν.
Πλανήθηκαν σὲ δρόμους στενούς, ὥσπου πρόβαλε μπρός τους μιὰ ἐκκλησιά.
– Ἐδῶ! εἶπε ὁ Πρίγκιπας. Κάπου θὰ βολευτοῦμε νὰ βγάλουμε τὴ νύχτα.
Καὶ ὄντως ἕνα μικρὸ ὑπόστεγο στὴ νότια πλευρὰ τοῦ ναοῦ, τοὺς φάνηκε καλὸ καταφύγιο. Ὁ καιρὸς δὲν ἦταν ἀκόμα πολὺ ψυχρός, ἀλλὰ ἡ νύχτα εἶναι πάντα δύσκολη, ἔχει τοὺς δικούς της κανόνες. Οἱ δυὸ ταξιδιῶτες στάθηκαν γιὰ λίγο ὄρθιοι. Στράφηκαν πρὸς τὴν ἀνατολή, ἔκαναν εὐλαβικὰ τὸν σταυρό τους καί, παρὰ τὴν κούρασή τους, εἶπαν ἀπὸ στήθους τὴν προσευχὴ τοῦ Ἀποδείπνου, ζητώντας «ἀνάπαυσιν σώματος καὶ ψυχῆς» καὶ προστασία «ἀπὸ τοῦ ζοφεροῦ ὕπνου τῆς ἁμαρτίας». Τυλίχτηκαν ὅσο καλύτερα μποροῦσαν στοὺς μανδύες τους καὶ ζάρωσαν νηστικοὶ στὴ γωνιά.
Τὸ νυχτερινὸ ἀγιάζι τοὺς ξύπνησε προτοῦ ἀκόμα φέξει. Μὰ τότε εἶδαν πὼς ἐκεῖ, παραδίπλα τους, εἶχαν καταφύγει καὶ ἄλλοι δυὸ ἄστεγοι. Ἦταν σὲ κατάσταση ἐλεεινή. Μερικὰ μόνο ξεφτισμένα κουρέλια μισοσκέπαζαν τὸ σῶμα τους. Ἔτρεμαν ἔντονα καὶ οἱ δυὸ στὴν ψυχρὴ σκοτεινιά. Οἱ δυὸ ταξιδιῶτες ἔβγαλαν ἀμέσως τοὺς μανδύες τους. Τοὺς ἔριξαν πάνω στοὺς μισόγυμνους ζητιάνους. Ἔμειναν τώρα νὰ τρέμουν αὐτοί, φορώντας μόνο τὸ λεπτότατο ἐσωτερικό τους ἱμάτιο. Ὑπέμειναν ὡστόσο καρτερικά, ὥσπου νὰ πέσουν πάνω τους οἱ πρῶτες ἀκτίνες τῆς αὐγῆς.
Ὁ νεωκόρος τοῦ ναοῦ ἄνοιξε τὶς πύλες νωρὶς καὶ οἱ δυὸ ταξιδιῶτες εἰσῆλθαν εὐθύς, νὰ ζεσταθοῦν λίγο καὶ νὰ προσκυνήσουν. Βλέποντάς τους μὲ τόσο ἐλαφρὸ ντύσιμο, νὰ τρέμουν στὴ νυχτερινὴ δροσιά, ὁ νεωκόρος σκέφτηκε πὼς θὰ ἦταν πολὺ φτωχοί. Ἔβγαλε δυὸ μικρὰ νομίσματα καὶ τοὺς τὰ ἔδωσε. Ὁ Πρίγκιπας προσκυνώντας τὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ στὸ τέμπλο, ψέλλισε σιγανὰ χωρὶς νὰ τὸν ἀκούσει κανένας:
– Σ’ εὐχαριστῶ, Χριστέ μου, ποὺ μὲ ἀξίωσες νὰ λάβω ἐλεημοσύνη. Νὰ γίνω φτωχὸς γιὰ τὸ ὄνομά σου.
Ὁ παπὰς ἔφτασε στὸ κατόπιν, προσκύνησε καὶ προχώρησε πρὸς τὸ Ἱερό, λέγοντας ψιθυριστὰ τὸ «εἰσελεύσομαι εἰς τὸν οἶκόν σου, Κύριε…». Στὰ χέρια του κρατοῦσε ἕνα Εὐαγγέλιο μικρὸ σὲ σχῆμα τσέπης. Τὸ μάτι του πῆρε τοὺς δυὸ ταξιδιῶτες, παραξενεύτηκε κι αὐτὸς ποὺ ἦταν τόσο ἐλαφροντυμένοι. Πλησίασε καὶ ρώτησε τὸν Πρίγκιπα:
– Ποιός σᾶς ξεγύμνωσε ἔτσι, ἄνθρωπέ μου;
Καὶ ὁ Πρίγκιπας, δείχνοντας τὸ Εὐαγγέλιο, ἀπάντησε:
– Αὐτὸ ποὺ κρατᾶς, Δέσποτά μου, μᾶς ξεγύμνωσε. Τὸ Εὐαγγέλιο!
Ὁ ἀγαθὸς γέροντας φρόντισε νὰ τοὺς δοθοῦν ἀμέσως ροῦχα νὰ ζεσταθοῦν καὶ μιὰ μικρὴ προμήθεια φαγητοῦ γιὰ τὸ ταξίδι τους. Οἱ δυὸ ὁδοιπόροι ξεκίνησαν ξανά. Ὁ δρόμος γιὰ τὴ Βηθλεὲμ ἦταν πολὺς ἀκόμα μπροστά τους.
Εἶχαν ἤδη ξεμακρύνει γιὰ πολὺ ἀπὸ τὴν πόλη, ὅταν ἕνα νέο συναπάντημα τοὺς ἀνάγκασε νὰ σταθοῦν. Μιὰ μαυροφορεμένη γυναίκα βάδιζε κλαίγοντας στὴν ἐρημιά, χτυπώντας τὰ στήθια της, τραβολογώντας τὰ μαλλιά της. Μὲ τὸ ποὺ τοὺς εἶδε, ἔπεσε στὰ πόδια τους.
– Καλέ μου, ἄρχοντα! στέναξε γοερά. Κάνε κάτι καὶ γιὰ μένα τὴν ταλαίπωρη χήρα! Ἐσὺ δὲν εἶσαι ποὺ λευτέρωσες τοὺς σκλάβους πιὸ πρίν; Ὅμως τὰ δυὸ παιδιά μου εἶχαν πουληθεῖ νωρίτερα. Ἡ κακή τους μοίρα δὲν τὰ ἄφησε νὰ φτάσουν μὲ τοὺς ἄλλους μπροστά σου, νὰ γευτοῦν τὴν καλοσύνη σου. Πρόλαβε νὰ τὰ ἀγοράσει κάποιος ντόπιος ἀφέντης. Ἀλλὰ δεῖξε τὸ ἔλεός σου καὶ σὲ μᾶς! Αὐτὰ μονάχα ἔχω στὴ ζωή. Βοήθησέ μας, καλέ μου ἄνθρωπε!
Ἡ χαροκαμένη γυναίκα εἶχε ἀγκαλιάσει τὰ πόδια τοῦ Πρίγκιπα καὶ ἔκλαιγε σπαραχτικά. Ἡ σπλαχνικὴ καρδιὰ τοῦ ἄρχοντα ράγισε. Ἔκλαψε καὶ αὐτὸς μὲ τὴ δυστυχισμένη γυναίκα. Μὰ δὲν εἶχε τίποτε νὰ τὴ βοηθήσει. Ἀκόμα καὶ τὰ ροῦχα ποὺ φοροῦσε ἦταν ξένα. Μὲ τί νὰ ἐξαγοράσει τοὺς γιούς της;
– Δὲν ἔχω πιὰ τίποτε, καλή μου γυναίκα! τῆς εἶπε μὲ μεγάλη συμπόνοια. Δὲν μοῦ ἀπέμεινε παρὰ μόνο ὁ ἐαυτός μου.
– Ἔλα τουλάχιστον, ἄρχοντά μου, νὰ μιλήσεις ἐσὺ στὸν ἀφέντη τους. Ἐσένα μπορεῖ νὰ σὲ ἀκούσει ἴσως καὶ ν’ ἀφήσει ἐλεύθερα τὰ παιδιά μου.
Ὁ Πρίγκιπας δὲν ἀρνήθηκε τὴν ὕστατη αὐτὴ παρηγοριὰ στὴν πολύπαθη μάνα. Ἄλλαξε τὴν πορεία του καὶ πῆγε νὰ συναντήσει τὸν ἀφέντη τῶν δυὸ παιδιῶν. Μὰ ὅσο κι ἂν προσπάθησε, ἐκεῖνος ἦταν ἀμετάπειστος. Ἀδυνατοῦσε νὰ χωρέσει στὸ μυαλό του πῶς τοῦ ζητοῦσαν τέτοιο πράγμα. Πῶς ἦταν δυνατὸν νὰ χάσει τοὺς ἀκριβοπληρωμένους σκλάβους του, χωρὶς κανένα ἀντάλλαγμα; Καὶ τότε ἡ μεγάλη καρδιὰ τοῦ γενναίου Πρίγκιπα ἔκανε τὸ ἀδιανόητο.
– Προσφέρομαι ἐγὼ στὴ θέση τους! εἶπε χωρὶς δισταγμό. Κράτησε ἐμένα γιὰ σκλάβο σου. Ἄφησέ τους αὐτοὺς νὰ φύγουν.
– Θὰ ἀφήσω μόνο τὸν ἕνα, μιὰ καὶ θέλεις νὰ πάρεις τὴ θέση του ἐσύ! εἶπε ὁ σκληρὸς φεουδάρχης. Ὁ ἄλλος ὅμως θὰ παραμείνει.
– Προσφέρομαι γι’ αὐτὸν ἐγώ! πετάχτηκε ἀμέσως ὁ ἱπποκόμος ἀπὸ δίπλα. Καὶ βλέποντας τὸ ξάφνιασμα τοῦ Πρίγκιπα, ψιθύρισε σιγανά:
– Δὲν σοῦ εἶπα, πὼς ὅπου κι ἂν βρίσκεσαι, θὰ βρίσκομαι κι ἐγώ, ἄρχοντά μου;
Ἡ συμφωνία ἔκλεισε καὶ οἱ δυὸ γιοὶ τῆς χήρας ἀποδόθηκαν ἐλεύθεροι στὴν πονεμένη μάνα τους, ποὺ εἶχε χάσει τὴ φωνή της μπρὸς στὰ ἀπίστευτα ποὺ ἔβλεπε μπροστά της.
Ὁ ἀγροῖκος ἀφέντης, ζώντας ἀπομονωμένος στὸ φέουδό του, δὲν εἶχε τὴν τύχη νὰ ἀκούσει ποτὲ γιὰ τὸν Μεγάλο Πρίγκιπα. Μὰ καὶ ὁ Πρίγκιπας δὲν τοῦ ἀποκάλυψε ποτὲ τὴν ταυτότητά του. Ἔκανε ἀδιαμαρτύρητα ὅποια δουλειὰ τοῦ ἀνέθεταν. Καλλιεργοῦσε τοὺς ἀγρούς, φρόντιζε τὰ κοπάδια, ἐκτελοῦσε κάθε βαρειὰ ἐργασία μὲ τὰ ὑποζύγια, τοὺς ὄνους, τοὺς ἡμιόνους, τὰ ἄλογα. Ὑπέμενε κάθε σκληρότητα ἀπὸ τὸ ἀφεντικὸ καὶ ὁποιονδήποτε ἄλλον. Κάθε μέρα παρακαλοῦσε:
– Κύριέ μου, βοήθησέ με νὰ βλέπω στὸ πρόσωπό του τὴν εἰκόνα σου. Νὰ τὸν ὑπηρετῶ πάντα σὰν νὰ ἤσουν μπροστά μου ἐσύ!
Μὲ τὸν καιρὸ τὸ ἀφεντικὸ συμπάθησε τοὺς νιοφερμένους σκλάβους του. Ἔβλεπε τὴ μεγάλη διαφορά τους ἀπ’ τοὺς ἄλλους, τὴν προθυμία τους στὴ δουλειά, τὸν καλό τους τρόπο σὲ κάθε περίσταση. Ἄρχισε νὰ τοὺς προσέχει περισσότερο. Ἔνιωθε πὼς ἦταν καλλιεργημένοι ἄνθρωποι. Τοὺς καλοῦσε καμμιὰ φορὰ γιὰ νὰ κουβεντιάζει μαζί τους «καὶ ἡδέως αὐτῶν ἤκουε». Ἄρχισε νὰ τοὺς ἐκτιμᾶ καὶ νὰ τοὺς σέβεται.
Μὰ οἱ μέρες, οἱ μῆνες, τὰ χρόνια περνοῦσαν. Ἡ Βηθλεὲμ εἶχε γίνει πολὺ μακρινὸ ὄνειρο γιὰ τὸν Μεγάλο Πρίγκιπα. Δὲν περίμενε πιὰ νὰ συνεχίσει ξανὰ τὸ ταξίδι του. Μὰ δὲν τὸν πείραζε. Ἂς τὸν πήγαινε ὁ Θεὸς ὅπου ἤθελε. Ἀφέθηκε μὲ ἐμπιστοσύνη στὰ χέρια του. Χριστούγεννα ἔρχονταν καὶ ἔφευγαν καὶ ὁ Πρίγκιπας στενοχωριόταν πολύ, ὄχι ποὺ δὲν τὰ γιόρταζε στὴ Βηθλεέμ, ἀλλὰ ποὺ δὲν μποροῦσε τέτοια μέρα νὰ λειτουργηθεῖ λίγο σὲ μιὰ χριστιανικὴ ἐκκλησιά.
Στὸν δέκατο χρόνο ἀπάνω, καθὼς ξημέρωνε ἡ ἅγια μέρα, ὁ Πρίγκιπας σηκώθηκε καὶ περπάτησε μὲ τὸν πιστό του ἱπποκόμο, σὰν κάτι νὰ τὸν ἔσπρωχνε, πρὸς τὸ γειτονικὸ χιονισμένο δάσος. Διάλεξαν ἕναν τεράστιο γεροπλάτανο καὶ μπῆκαν στὴν κουφάλα του. Μακριὰ ἀπὸ ἀδιάκριτα βλέμματα, ὕψωσαν τὰ χέρια τους στὸν οὐρανὸ καὶ ἄρχισαν νὰ ψάλλουν τοὺς θαυμάσιους χριστουγεννιάτικους ὕμνους. «Χριστὸς γεννᾶται, δοξάσατε… Χριστὸς ἐπὶ γῆς, ὑψώθητε…». Ἕνα θαυμαστὸ γεγονὸς πῆρε νὰ ἐκτυλίσσεται τότε μπροστά τους.
Ἀπ’ ὅλα τὰ μέρη τοῦ δάσους ἄρχισαν νὰ καταφτάνουν ἀμέτρητα σμήνη πουλιῶν. Κάθισαν πάνω στὰ γυμνὰ κλαδιὰ τοῦ γεροπλάτανου καὶ ὅσα δὲν χωροῦσαν πιά, πετοῦσαν κάνοντας κύκλους ἀπὸ πάνω του. Ἀναρίθμητα πουλιά, ὅλοι οἱ φτερωτοὶ κάτοικοι τοῦ δάσους ἦταν ἐκεῖ. Καὶ ὅλα στὸ δέντρο ὅπου ἔψαλλαν οἱ δυὸ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ. Στὰ ἄλλα δέντρα δὲν κάθισε οὔτε ἕνα πουλί. Ὅλα κελαηδοῦσαν ὑπέροχα καὶ ἡ μυριόστομη μουσική τους συνόδευε τὴ γλυκειὰ γιορτινὴ ὑμνωδία τῶν σκλάβων. Τοὺς φάνηκε πὼς ὑμνοῦσε τὸν Θεὸ ἡ φύση ὁλόκληρη. Μιὰ ὑπερκόσμια χαρὰ εἰσέβαλε στὶς ταπεινές τους ψυχές.
Ἄλλα δέκα χρόνια πέρασαν, μὰ τὸ θαῦμα δὲν σταμάτησε. Ἐπαναλαμβανόταν κάθε χρόνο μὲ τὸ ξημέρωμα τῆς ἅγιας μέρας. Στὸν δέκατο πάλι χρόνο ἀπάνω, ὁ Θεὸς ἄνοιξε τὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων. Μιὰ γυναίκα ἀντιλήφθηκε τὸ παράδοξο γεγονός. Ξεσήκωσε καὶ τοὺς ἄλλους. Τὸ εἶπαν στὸν ἀφέντη καὶ ὅλοι μαζὶ πλησίασαν προσεκτικὰ πρὸς τὸ μέρος, ὅπου ἀκουγόταν ἡ ψαλμωδία. Οἱ δυὸ σκλάβοι τοὺς εἶδαν. Κατέβασαν τὰ χέρια τους καὶ σταμάτησαν τὸ ψάλσιμο. Ἀμέσως σταμάτησαν νὰ κελαηδοῦν καὶ τὰ πουλιά. Σκόρπισαν ξανὰ μὲς στὸ δάσος.
Οἱ ἄνθρωποι ἔβλεπαν ἐκστατικοί. Ἔπεσαν στὰ γόνατα συγκλονισμένοι. Ὁ ἀφέντης πλησίασε καὶ παρακάλεσε:
– Σᾶς ἱκετεύουμε, μὴ μᾶς κρύψετε ἄλλο τὴν ἀλήθεια! Πέστε μας, ποιοὶ εἶστε πραγματικά;
Ὁ Μεγάλος Πρίγκιπας διηγήθηκε τὴν ἱστορία τους. Ἐντυπωσιάστηκαν ὅλοι. Ἀπ’ τὴ μεγάλη πρωτάκουστη θυσία του. Ποὺ μὲ τὴ θέλησή του διάλεξε ἀπὸ ἄρχοντας νὰ γίνει φτωχός. Καὶ ὄχι μόνο φτωχός, ἀλλὰ καὶ δοῦλος.
– Εἶστε ἐλεύθεροι πιά! εἶπε ὁ ἀφέντης. Νὰ πάτε γιὰ ἐκεῖ ποὺ ξεκινήσατε. Στὴ Βηθλεέμ. Θὰ σᾶς χαρίσω πολλὰ δῶρα καὶ χρήματα γι’ αὐτό.
– Ὄχι, καλέ μου κύριε! εἶπε ὁ Πρίγκιπας. Ἕνα μόνο δῶρο θέλουμε ἀπὸ σᾶς. Ὑποσχεθεῖτε μας, πὼς θὰ φροντίσετε νὰ γνωρίσετε ὅλοι σας τὸ ἀληθινὸ φῶς ποὺ ἀνέτειλε στὸν κόσμο γιὰ μᾶς.
– Αὐτὸ ἀκριβῶς θὰ γίνει! εἶπε ὁ ἀφέντης. Θὰ γίνουμε ὅλοι Χριστιανοί. Νὰ γνωρίσουμε τὸν Θεό σας ποὺ ἔχει τέτοιο μεγαλεῖο καὶ σᾶς ἐμπνέει νὰ ἔχετε μιὰ τέτοια πρωτόγνωρη ἀγάπη.
– Τὸ ἔκανε Ἐκεῖνος πρῶτος γιὰ μᾶς! ἐξήγησε ὁ Πρίγκιπας. Καὶ ἀπὸ μεγάλος Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος μικρὸς καὶ φτωχός. Καὶ ἀκόμα παρακάτω, «δούλου ἔλαβε μορφὴν» γιὰ χάρη μας.
Κατασυγκινημένοι ἀποχαιρετίστηκαν ὅλοι σὰν ἀγαπημένοι ἀδελφοί. Συνοδευόμενος πάντα ἀπὸ τὸν πιστὸ ἱπποκόμο του ὁ Πρίγκιπας, πῆρε ξανὰ τὸν δρόμο γιὰ τὴ Βηθλεέμ. Μὰ μήπως, ἄραγε, δὲν ἦταν φτασμένος ἤδη ἀπὸ καιρὸ ἐκεῖ; Εἶχε ὄντως ὁμοιωθεῖ μὲ τὸν Χριστό. Συμπορεύτηκε μαζί του παντοῦ. Κατέβηκε ὅπως κι Ἐκεῖνος ἀπὸ τὰ ψηλὰ στὰ χαμηλά. Ἀπὸ τὸν πλοῦτο στὴ φτώχεια. Ἀπὸ τὴ δόξα στὴν ἀτιμία. Ὁ Μέγας Πρίγκιπας ἔγινε δοῦλος, ταπεινώθηκε. «Ἑαυτὸν ἐκένωσε». Θεληματικά. Ἀπὸ ἀγάπη.
Ποῦ ἀλλοῦ θὰ γεννιόταν ὁ Χριστός, ἂν ὄχι στὴν καρδιὰ τοῦ φτωχοῦ Πρίγκιπα;
Ὁ θαυμαστὸς αὐτὸς ἄνθρωπος εἶχε ὄντως τὸν ἀστέρα τῆς Βηθλεὲμ ἀβασίλευτο μέσα του…
Χριστούγεννα 2023
Διαδίδω τὴν «Ἀντιύλη»
Ἐκτυπώνω/προωθῶ σὲ φιλικά μου e-mails