Μπορούμε να συζητάμε επί μακρόν για το τελικό πρόσημο των ημερών του στη διακυβέρνηση της χώρας, των θητειών του ως πρωθυπουργός αυτού του τόπου.
Για το πόσα θετικά και πόσα ζημιογόνα έκανε, τι θα μπορούσε να είχε γίνει αλλιώς. Αλλά κάπου πρέπει να υπάρχει μια κοινή βάση εκκίνησης αν θέλουμε να προχωρήσει η κουβέντα. Κι αυτή είναι ότι, με τα στραβά του, ο αείμνηστος άλλοτε ηγέτης του ΠΑΣΟΚ έκανε κάτι πολύ σημαντικό και απαραίτητο για τη χώρα. Την έβγαλε από αυτό που έμοιαζε έως τότε με ένα δυτικού τύπου σκοταδισμό.
Η ποινικοποίηση της εξωσυζυγικής σχέσης καταργήθηκε επίσημα το 1982. Μάλιστα με τον ίδιο νόμο, μετατράπηκε σε ποινικό αδίκημα η ενδο-οικογενειακή βία. Η Εκκλησία της Ελλάδας αντέδρασε σθεναρά, υποστηρίζοντας ότι κάτι τέτοιο θα κλόνιζε τα ιερά θεμέλια της οικογένειας και του γάμου. Εκκλησιαστικά σωματεία οργάνωσαν διαμαρτυρίες, με τον Ανδρέα Παπανδρέου να γίνεται προσωπικά στόχος των διαδηλωτών, που στην πλειονότητά τους ήταν μαυροφορεμένες γυναίκες. Ο πρωθυπουργός όμως δεν έκανε πίσω και ο νόμος πέρασε.
Όλα αυτά όμως ήταν ως και τίποτα μπροστά σε όσα συνέβησαν μετά τη θεσμοθέτηση του πολιτικού γάμου, το 1983. Έως τότε η Ελλάδα ήταν η μοναδική χώρα της Ευρώπης που αναγνώριζε την ιερολογία ως αποκλειστικό τρόπο τέλεσης του γάμου. Με βάση βυζαντινή νομοθεσία του Λέοντος ΣΤ’ του Σοφού από το… 893 μ.Χ. Όσοι ανήκαν σε θρησκευτικές μειονότητες ή ήταν άθεοι δεν είχαν επιλογή. Επίσης όσοι Έλληνες είχαν παντρευτεί με πολιτικό γάμο στο εξωτερικό, δεν αναγνωρίζονταν ως νόμιμο ζευγάρι από το ελληνικό κράτος. Και ακόμη, δεν επιτρεπόταν σε κάποιον να παντρευτεί για τέταρτη φορά (αν για κάποιο λόγο οι τρεις προηγούμενες φορές δεν του είχαν φανεί αρκετές για να καταλάβει πως κάτι κάνει λάθος…).
Όμως χρειαζόταν λεπτοί χειρισμοί για να περάσει όσο το δυνατόν πιο αναίμακτα ο νέος νόμος. Και κάποιοι συμβιβασμοί. Το αρχικό σχέδιο του ΠΑΣΟΚ ήταν να νομοθετηθεί η υποχρεωτικότητα του πολιτικού γάμου. Όμως ο Αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ, που συγκριτικά ήταν από τους πιο διαλεκτικούς του ιερατείου, διεμήνυσε στον Παπανδρέου ότι «θα κατεβάσω τον κόσμο στους δρόμους» αν επιμείνει ως προς αυτό το σκέλος. Εκεί, ο Ανδρέας επέλεξε να κάνει πίσω. Κατάλαβε πως δεν μπορούσε να το τεντώσει στα άκρα, πως είχε ήδη φτάσει όσο μακριά άντεχε η εποχή. Είχε νωπή ισχυρή λαϊκή εντολή, αλλά όχι και λευκή επιταγή να κάνει ό,τι θέλει σε μια κοινωνία που είχε και αρκετά συντηρητικό προφίλ.
Οι σχέσεις πολιτείας – εκκλησίας είχαν φτάσει σε οριακό σημείο και θα μπορούσε το πράγμα να ξεφύγει εντελώς αν δεν βρισκόταν ένα σημείο επαφής. Μια συνάντηση του Αρχιεπισκόπου με τον πρωθυπουργό έφερε τη χρυσή τομή. Τα μιλήσανε, τα συμφωνήσανε.
Στην εκκλησία παραχωρήθηκε ως αντάλλαγμα η «ισοδυναμία» θρησκευτικού και πολιτικού γάμου, είχε άρα κάτι να «πουλήσει» επικοινωνιακά ως νίκη. Ο χαρακτήρας της υποχρεωτικότητας αφαιρέθηκε από το νομοσχέδιο και σιωπηρά η εκκλησία αποδέχτηκε τον πολιτικό γάμο ως «ισόκυρο». Ανεπίσημα βέβαια υπήρχε για πολλά χρόνια ένα κλίμα «τρομοκρατίας» από διάφορους ιερείς για όσους επέλεγαν τον πολιτικό γάμο. Για σχεδόν μια 20ετια η κυριαρχία του θρησκευτικού γάμου ήταν απόλυτη. Σε αυτό συνετέλεσαν βέβαια και η θρησκευτικότητα του λαού και η προσκόλληση στα ήθη και έθιμα.
Όμως σταδιακά το πράγμα άρχισε να αλλάζει. Και το 2012, ελέω και οικονομικής κρίσης που δεν άφηνε πια πολύ χώρο για γκράντε τελετές και σπατάλες, οι πολιτικοί γάμοι ήταν για πρώτη φορά περισσότεροι από τους θρησκευτικούς, έστω και οριακά.