Σε ένα υποτιθέμενο σταυρόλεξο θα ‘ταν απάντηση για δυνατούς λύτες, σπαζοκεφαλιά πραγματική: Έλληνας ηθοποιός που έχει παίξει στο «Εξπρές του Μεσονυχτίου», στο «Μαντολίνο του Λοχαγού Κορέλι» και στο “Μόναχο”.
Κι αυτές είναι «μόνο» οι πιο γνωστές από τις συνολικά 27 ξένες κινηματογραφικές παραγωγές που συμμετείχε. «Υπάρχει αλήθεια τέτοιος;», σε ακούμε νοερά να ρωτάς. Αυτή ήταν η ευχή και κατάρα του χρόνου που πέρασε σε τούτη τη γη ο Μιχάλης Γιαννάτος. Να έχει κάνει πολλά, να τα ξέρουν λίγοι. Δεν είναι πως ήταν εντελώς άγνωστος. Υποψιαζόμαστε ότι με το που θα δεις τη φωτογραφία του, θα τον θυμηθείς αμέσως. Φυσιογνωμία χαρακτηριστική, απ’ αυτές που σου εντυπώνονται στο μυαλό. Αλλά πόσοι ήξεραν το όνομά του; Πόσοι πραγματικά μπορούσαν να κάνουν το link ανάμεσα στο ποιος και τι;
Όμως, όπως σε όλα τα επαγγέλματα που έχουν να κάνουν με προβολή, δεν αρκεί το ταλέντο. Δεν έχει σημασία επίσης πάντα το βιογραφικό σου. «Η Ελλάδα τρώει τα παιδιά της. Είμαι χαμηλών τόνων και θα παραμείνω έτσι. Εδώ όμως όταν είσαι χαμηλών τόνων είσαι ατάλαντος, μη προτιμητέος, δεν μετράς…», έλεγε με παράπονο. Εννοείται πως δεν είναι λογικό ότι επί μακρόν δεν μπορούσε να ζήσει αποκλειστικά από την υποκριτική. Ποιος, ένας άνθρωπος που επιλέχτηκε να παίξει σε μια παγκόσμιας απήχησης ταινία όπως το «Εξπρές του Μεσονυχτίου» (1978) και ήταν ο αγαπημένος ηθοποιός του Θόδωρου Αγγελόπουλου – ο σπουδαίος Έλληνας σκηνοθέτης του είχε κρατημένο ρόλο σε κάθε σχεδόν ταινία του.
Για 17 (!) ολόκληρα χρόνια δούλευε τα βράδια στο Κάραβελ ως ρεσεψιονίστ προκειμένου να συντηρεί την οικογένειά του, τη γυναίκα του, Χάιδω και τα τρία τους παιδιά.
«Με αυτή τη δουλειά του ζούσαμε. Από το 1979, που γεννήθηκα εγώ, μέχρι το 1996, δούλευε νυχτερινή βάρδια στη ρεσεψιόν, ως τηλεφωνητής, στο Κάραβελ», έχει πει ο γιος του, Γεράσιμος.
Μια ζωή σαν σε παράλληλο σύμπαν. Αμέσως μετά το «Εξπρές» δεν εξαργύρωσε την επιτυχία. Ο σκηνοθέτης Άλαν Πάρκερ του πρότεινε να μείνει μόνιμα στο εξωτερικό για να κάνει καριέρα, αλλά δεν ήθελε να αφήσει την Ελλάδα και τη μητέρα του που ήταν τότε άρρωστη και χρειαζόταν τη φροντίδα του. Ο Πάρκερ επίσης, του έχει στείλει γράμμα για να τον ευχαριστήσει προσωπικά για την καθοριστική βοήθεια του στην υλοποίηση της ταινίας. Ως Έλληνας της Κωνσταντινούπολης (εκεί γεννήθηκε) διάθετε γνώσεις που κανείς άλλος από την παραγωγή δεν είχε. Του ζητούσαν λοιπόν πληροφορίες και συμβουλές, τον άκουγαν ευλαβικά. Για την ιστορία, δεν ήταν ο μόνος «δικός μας» του συγκεκριμένου φιλμ, ρόλο είχε και ο Ζαννίνο.
Αρκετά χρόνια αργότερα (2005), θα ζούσε τη μεγαλύτερη στιγμή της επαγγελματικής του διαδρομής. Σαν σε όνειρο. Ο Στίβεν Σπίλμπεργκ τον διάλεξε για το «Μόναχο». Πολλοί συνάδελφοί του θα τη «ψώνιζαν» με απείρως λιγότερα. Όταν συναντήθηκαν πρώτη φορά στα γυρίσματα στη Μάλτα, ο διάσημος Αμερικανός σκηνοθέτης σηκώθηκε για να τον χαιρετήσει. Του έδειχνε θέρμη και οικειότητα σε κάθε τους αλληλεπίδραση. Και τον αντιμετώπιζε ως ισότιμο. Χαρακτηριστικά, όταν ο Γιαννάτος του πρότεινε μια εναλλακτική για μια σκηνή, ο Σπίλμπεργκ απάντησε «Do it Michael, anything you think it’s Greek, do it. You are my Greek sight now!». («Κάντο Μιχάλη, οτιδήποτε νομίζεις πως είναι ελληνικό, κάντο. Εσύ είσαι τώρα η ελληνική ματιά μου!»). Τι αφορούσε αυτό; Μια σκηνή μετά τη δολοφονία ενός Παλαιστίνιου πράκτορα, στην οποία και ο Γιαννάτος έπρεπε να αντιδράσει έντονα. Στο σενάριο έγραφε «φτύνεις τα χρήματα». «Εμείς στην Ελλάδα κάνουμε μια άλλη κίνηση, μουντζώνουμε και λέμε “χώστα στο κ@λο σου ρε μαλ…”!», αντιπρότεινε, κερδίζοντας ουσία και εντυπώσεις.
Γνήσιος, αυθεντικός, μάγκας. Και σωστός στη δουλειά του, επειδή είχε δει (από) τους καλύτερους. Είχε πάθει πλάκα με τον επαγγελματισμό των «έξω» με το πώς σέβονται τους εργαζόμενους. Κι όμως, όσο τον πλήγωνε τόσο την αγαπούσε την πατρίδα του. Γι’ αυτό όταν συμμετείχε σε ξένες παραγωγές ένιωθε εκπρόσωπός της. Έχοντας πάντα την έγνοια μην κάνει κάτι που θα εξέθετε επί συνόλω τους Έλληνες ηθοποιούς. Το CV του στολίζουν κι άλλα σημαντικά φιλμ, από την «Πολίτικη κουζίνα» του Τάσου Μπουλμέτη ως την ευρωπαϊκή συμπαραγωγή «Ο τελευταίος άρχοντας των Βαλκανίων». Συνολικά έπαιξε σε 100 ταινίες (ελληνικές και ξένες) και κοντά στις 100 σειρές. Σε ακούμε να ρωτάς πώς στο καλό κατάφερνε και έβρισκε θέση σε χολιγουντιανές παραγωγές ενώ δεν ήταν στο κύκλωμα; Ένας casting director ονόματι Μάκης Γαζής φρόντιζε να προωθεί το όνομά του μέσω των κατάλληλων καναλιών. Μετά είχε αυτό το «κάτι» που τράβαγε τους ξένους. Βοηθούσε επίσης τα μέγιστα το γεγονός πως ήταν πολύγλωσσος. Πέρα από ελληνικά, μιλούσε άνετα τουρκικά, γαλλικά, ιταλικά και ισπανικά. Και σίγουρα έπαιζε ρόλο η εμφάνισή του. Με ένα μουστάκι σήμα-κατατεθέν, με μια ζηλευτή εκφραστικότητα.
Ήταν μικροί οι περισσότεροι ρόλοι του; Ναι, και; Και στο λίγο άλλωστε, ο καλός ξεχωρίζει. Θυμόμαστε ένα πέρασμά του από το «Είσαι το ταίρι μου». Την τεράστια επιτυχία του Mega στις αρχές των 00s. Και μία μνημειώδη ατάκα του: «Η Βικάρα ρε; Η Βικάρα ήταν “αφρός”!». Υπό μία έννοια, αυτός ο ρόλος είχε κάτι και από τον ίδιο. Ήταν κι αυτός «αφρός». Ξεχώριζε από το σύνολο. Έπαιξε σε ταινίες που η πλειονότητα των συναδέλφων του θα «σκότωνε» για να είναι μέσα. Όμως, τα τελευταία χρόνια της ζωής του δεν μπορούσε να βρει εύκολα δουλειά. Είχε βγει μάλιστα και τηλεοπτικά για να παραπονεθεί. Τονίζοντας πως απεχθάνεται τα λόμπι και τη νοοτροπία του «ποιον ξέρεις και ποιανού είσαι» που βασιλεύει στην ελληνική κοινωνία. Ήξερε πως δεν ήταν γεννημένος πρωταγωνιστής, αλλά ήξερε και την αξία του. Τον πονούσε να μείνει απ’ έξω.
«Έσβησε» ξαφνικά, αθόρυβα. Στις 17 Σεπτεμβρίου 2013, σε ηλικία 72 ετών, ενώ έβλεπε ποδόσφαιρο στην τηλεόραση με φίλους στη γειτονιά του στα Ιλίσια. Στην αρχή οι δίπλα του νόμιζαν πως κοιμόταν. Η καρδιά του, όμως, είχε σταματήσει να χτυπάει. «Κανείς δεν ήρθε να μείνει εδώ για πάντα. Στην πλάτη μας όλοι έχουμε ημερομηνία λήξης, όπως τα γραμμάτια», είχε πει παλιότερα μιλώντας για το θάνατο. Ισχύει προφανώς, οπότε σημασία έχει τι αφήνουμε πίσω μας, πώς αξιοποιούμε το χρόνο που μας δόθηκε. Ο Μιχάλης Γιαννάτος εκμεταλλεύτηκε κάθε λεπτό. Ζώντας πράγματα που άλλοι ούτε καν ονειρεύονται. Κι ας το ξέρουν λίγοι…
ΠΗΓΗ-φώτος: menshouse.gr