Πνεύμα φιλελεύθερο, σαρκαστής της κοινωνίας των συγχρόνων του, ο Λόρδος Μπάιρον πρωτοήρθε στην Ελλάδα σαν ένας ρομαντικός νεαρός προσκυνητής στη χώρα του μύθου. Ο ποιητής δεν είδε τη χώρα μας σαν ένα άχρονο σκηνικό ενός κόσμου αιώνιας αλήθειας, όπως οι περισσότεροι σύγχρονοί του περιηγητές. Την είδε σαν μια χώρα ζωντανή. Πριν από τον Μπάιρον, οι Ευρωπαίοι έβλεπαν την Ελλάδα μέσα από ένα κλασικό πρίσμα, σαν ένα αντικείμενο της αρχαιότητας. Ο Μπάιρον στάθηκε ευλαβικά μπροστά στις αρχαιότητες, απόλαυσε τις φυσικές ομορφιές και το κλίμα της, έγινε φίλος με τους κατοίκους και συγκινήθηκε από τη σκλαβιά τους. Μέσα από τους στίχους που έγραψε στην Ελλάδα αποκάλυψε την εικόνα ενός κόσμου που ήταν πρωτόγνωρος στα μάτια των Ευρωπαίων: ήταν ένας κόσμος γεμάτος πάθος και χρώμα, που έστεκε ακόμα ολοζώντανος. Μια χώρα που την κατοικούσαν άνθρωποι ζωντανοί, άξιοι για μια καλύτερη μοίρα. Εμπνευσμένος από τον αγώνα των Ελλήνων ξαναγύρισε στην Ελλάδα. Αυτή τη φορά, ο γεμάτος ενθουσιασμό νεαρός περιηγητής έδωσε τη θέση του στον ώριμο άνθρωπο της πράξης. Ζωντανό παράδειγμα της μετατροπής των ιδανικών σε δράση, ο Βύρων έδωσε τη ζωή του για τον αγώνα των Ελλήνων. Ο θάνατός του στο Μεσολόγγι βύθισε σε πένθος την Ελλάδα αλλά ντρόπιασε τη συνείδηση της Ευρώπης και μετέτρεψε το φιλελληνικό κίνημα σε ρομαντική σταυροφορία.
Τον Ιούνιο του 1809 ο Μπάιρον ξεκίνησε από την Αγγλία με τον φίλο του Χομπχάουζ για ένα μεγάλο ταξίδι στην Πορτογαλία, την Ισπανία και την Ελλάδα. Στα τέλη Σεπτεμβρίου βρέθηκαν στην Πρέβεζα όπου έκαναν μια σύντομη επίσκεψη στην αρχαία Νικόπολη. Συνεχίζοντας την περιήγησή τους έφτασαν για πρώτη φορά στην Αθήνα ανήμερα τα Χριστούγεννα του 1809. Στην Αθήνα που ήταν τότε μια πόλη περιτριγυρισμένη με τείχος, με δέκα χιλιάδες περίπου ψυχές και γύρω στα 1.200 σπίτια, ο Μπάιρον έμεινε δυο μήνες βυθισμένος στη μαγεία των αρχαιοτήτων της και εξερευνώντας την πόλη, καθώς και την Αττική. Μετά την τρίμηνη περιοδεία του στην Μ. Ασία και την Κωνσταντινούπολη, επέστρεψε στην Αθήνα τον Ιούνιο του 1810 για ένα μήνα. Μετά άρχισε μια περιοδεία στην Πελοπόννησο και ξαναγύρισε στην Αθήνα στα τέλη Αυγούστου. Εγκατεστημένος πια εκεί και ενθουσιασμένος, έγραψε χαρακτηριστικά σε φίλο του στην Αγγλία: «Ζω στη μονή των Καπουτσίνων. Μπροστά μου ο Υμηττός, πίσω μου η Ακρόπολη, στα δεξιά το Ολυμπιείο, στο πρώτο επίπεδο το Στάδιο, αριστερά η πόλη. Ε, αγαπητέ μου! Αυτό είναι σύνθεση, αυτό θα πει γραφικός πίνακας!»
Κάνοντας παρέα και -όπως είπε στη μητέρα του- «συζητώντας με Γάλλους, Ιταλούς, Γερμανούς, Δανούς, Έλληνες, Τούρκους, Αμερικανούς κτλ.», γνωρίστηκε και με τον Ιταλό ζωγράφο Λουζιέρι, ξεναγό του στην Ακρόπολη, πράκτορα του Πρεσβευτή του Ηνωμένου Βασιλείου στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, Τόμας Μπρους, γνωστότερο ως Λόρδο Έλγιν ή Ελγίνο.
Μαθαίνοντας πως με εντολή του Έλγιν είχαν αφαιρεθεί πολυάριθμα γλυπτά από τον Παρθενώνα με σκοπό να τα πουλήσει στην αγγλική κυβέρνηση, ο Μπάιρον καταδίκασε ανοιχτά τις δραστηριότητες του Έλγιν σατιρίζοντάς τον ανελέητα με τα ποιήματά του. Ειδικότερα δε, με την «Κατάρα της Αθηνάς», έναν δριμύ φιλιππικό, διαποτισμένο από ένα γνήσιο δημοκρατικό πατριωτισμό, που συνέθεσε το Μάρτιο του 1811 προτού αναχωρήσει από την Ελλάδα.
Η υπόθεση του ποιήματος «Η κατάρα της Αθηνάς» που αποτελείται από 312 στίχους είναι η εξής: Ο Μπάιρον επισκέπτεται την Ακρόπολη ένα δειλινό όπως πράγματι είχε κάνει, όταν ξαφνικά παρουσιάζεται μπροστά του ολοζώντανη και αρματωμένη η θεά Αθηνά. Θεά και ποιητής τότε αρχίζουν ένα διάλογο, στον οποίο ο Μπάιρον παρουσιάζει την Αθηνά να καταριέται το Σκωτσέζο Λόρδο Έλγιν, που είχε λεηλατήσει τα γλυπτά του Παρθενώνα και είχε κλέψει κι αντικαταστήσει πριν από μερικά χρόνια μια από τις Καρυάτιδες. Δια μέσου της θεάς ο Μπάιρον βρίσκει την ευκαιρία να επικρίνει τους Σκωτσέζους για μιαν ακόμη φορά, μη λησμονώντας την Επιθεώρηση του Εδιμβούργου και τις κριτικές επιθέσεις εναντίον του, καθώς και τις ιμπεριαλιστικές επιχειρήσεις της Αγγλίας στις Ινδίες, την Ισπανία, τη Δανία κλπ., ενώ οι Άγγλοι εργάτες υποφέρουν και πεθαίνουν της πείνας. Την οργή και το παράπονο της Αθηνάς φανερώνουν και οι παρακάτω στίχοι, σε απόδοση Πάνου Καραγεώργου:
«Απ’ του Τούρκου τη μανία γλύτωσα και του Βανδάλου,
Μα η χώρα σου έναν κλέφτη μούχει στείλει πιο μεγάλο.
Κοίτα, άδειος ο ναός μου, κατοικία ρημαγμένη,
Και στοχάσου τι αθλιότης είναι γύρω απλωμένη…»
Στην απάντησή του ο Μπάιρον διαχωρίζει τις ευθύνες της Αγγλίας από τις αμαρτίες της Σκωτίας, πατρίδας του Έλγιν:
«Κόρη του Διός», της λέω, «γι’ όνομα της Αλβιόνος
και σαν γνήσιος Εγγλέζος, διαμαρτύρομαι εντόνως.
Μην κακίζεις την Αγγλία! Ξέρεις από ποιο’ ταν μέρος
ο ληστής και συλητής σου; Μάθε, Σκώτος ήταν βέρος…»
Το ποίημα τελειώνει με την κατάρα της Αθηνάς κατά του Έλγιν και της γενιάς του, καθώς και με μια προφητική προειδοποίηση, ότι θα υποφέρει και η Αγγλία με τη σειρά της για όσα κάνει στ’ άλλα κράτη:
«Ω, καταραμένη να ’ναι η ζωή του και ο τάφος,
και οργή να συνοδεύει το ιερόσυλό του πάθος!
Τ’ όνομά του η Ιστορία δίπλα σε ’κείνου θα γράψει
του τρελού, που της Εφέσου το ναό ’χε κατακάψει.
Κι η κατάρα μου πιο πέρα κι απ’ τον τάφο του να πάει
Ο Ηρόστρατος κι ο Έλγιν σε σελίδες παραμένουν
που είναι στιγματισμένες και με στίχους όπου καίνε
έτσι πάντα είναι γραμμένοι και οι δυο καταραμένοι,
μα ο δεύτερος πιο μαύρος απ’ τον πρώτο θ’ απομένει».
Με την «Κατάρα της Αθηνάς» ο Βύρων δεν έκανε, φυσικά, πολλούς φίλους στην τότε αγέρωχη και σοβινιστική Αγγλία, ενώ το ποίημά του αποδείχτηκε όντως προφητικό. Μπορεί τα μάρμαρα που αγόρασε η Αγγλία από τον Έλγιν το 1816 να βρίσκονται ακόμα στο Βρετανικό μουσείο, όμως ο ίδιος πέθανε φτωχός, απαξιωμένος και προσπαθώντας να ξεφύγει από τους δανειστές του (στις 14 Νοεμβρίου του 1841 στο Παρίσι).
Βέβαια, και το δεύτερο άσμα του «Τσάιλντ Χάρολντ» (1809-1815) αναφέρεται και πάλι στην Ελλάδα – ο Χάρολντ είναι στην Αθήνα, επάνω στην Ακρόπολη. Ο Μπάιρον συγκρίνοντας το παρελθόν με το παρόν αντιλαμβάνεται πως η Αθήνα είναι τώρα ο τόπος των δολοπλοκιών και των εμπόρων, αφού οι πράκτορες των Άγγλων πλουσίων και ευγενών καταληστεύουν τα μνημεία και λεηλατούν τον Παρθενώνα. Έτσι επικρίνει δριμύτατα τη βέβηλη πράξη του Λόρδου Έλγιν όταν πληροφορείται ότι τον Ιανουάριο του 1810 πλοίο της Ύδρας περιμένει στον Πειραιά για να μεταφέρει στην Αγγλία τα συλημένα μάρμαρα του Παρθενώνα. Σ’ ένα σημείωμα που έγραψε στην Αθήνα στις 3 του Γενάρη 1810, όπου καταδικάζει την πράξη του Έλγιν, γράφει ότι όσα απέσπασαν οι άνθρωποί του και φόρτωσαν σε καράβια «είναι από τα πολυτιμότερα και τα πιο ακέραια απομεινάρια, που ο χρόνος και η βαρβαρότητα αφήκαν στην πιο κατεστραμμένη και διασημότερη πόλη… Όταν σε μια μάταιη προσπάθεια να τα αποκόψουν καταστρέφουν τα έργα αυτά που ήταν τα αντικείμενα θαυμασμού των αιώνων, δεν γνωρίζω κίνητρο, που μπορεί να χαρακτηρίσει όσους διαπράττουν την άνανδρη αυτή λεηλασία». Το ίδιο δριμύς είναι ο Μπάιρον και για τον τότε Γάλλο πρόξενο Φωβέλ και για τον Ιταλό ζωγράφο Λουζιέρι, συνεργό του Έλγιν στην αφαίρεση και μεταφορά των γλυπτών του Παρθενώνα.
Αλλά ποιος τον άκουσε; Παρόλες τις προσπάθειες της Ελλάδας από το 1836 για την επιστροφή αρχαιοτήτων του Παρθενώνα, τα «Ελγίνεια Μάρμαρα» ακόμα λαμπρύνουν το Βρετανικό Μουσείο.
Για τον ποιητή Νικηφόρο Βρεττάκο, ο Μπάιρον υπήρξε ένα μετέωρο αγγελικό και εωσφορικό μαζί, με την αγγελική του πλευρά να εκδηλώνεται εδώ στην Ελλάδα. Ένα μετέωρο που τριγυρίζει πετώντας, ανιχνεύει, βρίσκει το χώρο που πρέπει να προσγειωθεί και που πρόκειται να πεθάνει. Το Μεσολόγγι σείστηκε από τους θρήνους γύρω από το «μετέωρο» που για να πέσει διάλεξε το ιερότερο μέρος της γης.
Μερικοί βιογράφοι του Μπάιρον διατείνονται ότι ο ποιητής ήρθε στην Ελλάδα, κινούμενος από τυχοδιωκτικούς λόγους. Η άποψη αυτή θα ήταν, ίσως, συζητήσιμη, αν δεν είχαμε γνωρίσει τους λαμπρούς στίχους με τους οποίους ανυμνεί και δοξολογεί τους λαούς που αγωνίζονται τον υπέρτατο υπέρ βωμών και εστιών αγώνα τους, ακόμη κι αν δεν είχαμε υπόψιν τον παρθενικό του λόγο στη Βουλή των Λόρδων για τη λήψη μέτρων εναντίον των απεργών εργατών :
«Όσο κι αν μας χαροποιεί κάθε βελτίωση στις ‘τέχνες’ (τεχνολογία) που μπορεί να είναι ευεργετικές για το ανθρώπινο γένος, δεν πρέπει να επιτρέψουμε να θυσιάζεται το ανθρώπινο γένος στις μηχανές. Ονομάζετε τους ανθρώπους αυτούς όχλο, απελπισμένο, επικίνδυνο και αγράμματο και μοιάζετε να σκεφτόσαστε πως ο μόνος τρόπος για να ηρεμήσει αυτό το ζώο, με τις πολλές κεφαλές, είναι να κρεμάσετε μερικές απ’ αυτές…Ονομάστε αν θέλετε τους ανθρώπους αυτούς όχλο, αλλά μην ξεχνάτε, ότι ένας όχλος εκφράζει συχνά τα αισθήματα του λαού».
Ο Μπάιρον ήταν ένας μεγάλος ποιητής, επαναστάτης, αφυπνιστής συνειδήσεων, συνεπής αγωνιστής της ελευθερίας, κοινωνικός πρωτοπόρος και λάτρης όχι μόνον της Αρχαίας μα και της Νέας Ελλάδας. Η αγάπη και η συμπαράστασή του προς το αγωνιζόμενο έθνος, με κάθε δυνατό μέσο, υπήρξε απέραντη και αναντικατάστατη.
«Αν είμαι ποιητής, ο αέρας της Ελλάδας μ’ έκαμε», είπε μια μέρα στον Έντουαρντ Τρελώνυ, Άγγλο τυχοδιώκτη και συγγραφέα που συνόδευσε τον ποιητή στο δεύτερο ταξίδι του στην Ελλάδα: («If I am poet… the air of Greece has made me one»).
Στις 19 Απριλίου 1824 το Μεσολόγγι βάφτηκε στα μαύρα, ενώ η Ωδή «Εις τον θάνατο του Λόρδου Μπάιρον», του εθνικού μας ποιητή Διονύσιου Σολωμού, εξέφραζε τα συναισθήματα όλων των Ελλήνων:
«Λευτεριά, για λίγο πάψε
να χτυπάς με το σπαθί.
Τώρα σίμωσε και κλάψε
εις του Μπάιρον το κορμί».
Κείμενο, Αλεξάνδρα Κωστάκη
Βιβλιογραφία
- Κουτσούκαλης Αλέκος, «Λόρδος Μπάιρον- Η Ζωή, το Έργο και η Επαναστατική Δράση του», Ιωλκός, Αθήνα 1998,
- Λαζανάς Βασίλειος, «Lord Byron – Το έπος «Η πολιορκία της Κορίνθου» – Εκτενή προλεγόμενα για τη ζωή, το έργο και την προσωπικότητα του Άγγλου ποιητή και μεγάλου φιλέλληνα, έμμετρη μετάφραση του έπους», Αθήναι, 1995
- «Ο Λόρδος Βύρων στην Ελλάδα (Lord Byron in Greece)- Αθήνα (22 Ιανουαρίου- 22 Μαρτίου 1988)», Υπουργείο Πολιτισμού- Βρετανικό Συμβούλιο, Αθήνα 1987.