«Με παραδέχεσαι ρε; Σαράντα πέντε χρονών άνθρωπος και με τη μια τον πέτυχα στο κεφάλι», είπε ο αδίστακτος στρατιωτικός στον οδηγό του. H συγκλονιστική αφήγηση της μάνας του Μυρογιάννη, η κατάθεση του οδηγού του Ντερτιλή και τα στοιχεία που δεν αμφισβητούνται
«Ο γιός μου ήταν σπουδαστής στη σχολή και από την πρώτη στιγμή που τα παιδιά συγκεντρώθηκαν στο Πολυτεχνείο ήταν κι εκείνος μέσα. Τη νύχτα δεν ερχόταν στο σπίτι. Όλη την ημέρα ήταν στο Πολυτεχνείο. Ερχόταν στο σπίτι για 2-3 λεπτά, τάχα να μου δείξει ότι είναι καλά, και αμέσως να φύγει. Οι πρώτες μέρες δεν ήταν τόσο τρομακτικές για εμένα. Από την Πέμπτη και την Παρασκευή άρχισα να ανησυχώ πάρα πολύ. Ερχόταν το παιδί για μια στιγμή και του έλεγα: Μιχάλη μην πηγαίνεις στο Πολυτεχνείο γιατί τα παιδιά, όπως μαθαίνουμε, κινδυνεύουν. Εκείνος που έλεγε: Όχι μάνα, πρέπει εμείς οι νέοι να προσπαθήσουμε να πέσει η Χούντα» θυμάται η Ανθή Μυρογιάννη, μητέρα του Μιχάλη Μυρογιάννη.
Ο 20χρονος, το μεσημέρι της 18ης Νοεμβρίου 1973, εκτελέστηκε εν ψυχρώ με μια σφαίρα στο κεφάλι από τον ταγματάρχη Νικόλαο Ντερτιλή στη διασταύρωση των οδών Πατησίων και Στουρνάρη. Μεταφέρθηκε στο Σταθμό Πρώτων Βοηθειών του Ε.Ε.Σ. σε κωματώδη κατάσταση και κατόπιν στο Ρυθμιστικό Κέντρο Αθηνών (Γενικό Κρατικό), όπου πέθανε αυθημερόν.
Μετά την είσοδο του τανκ στο Πολυτεχνείο ο Μιχάλης Μυρογιάννης χτυπήθηκε βάναυσα αλλά κατάφερε να διαφύγει και να επιστρέψει στο σπίτι του. «Είχα πάρει τους δρόμους να πάω στο Πολυτεχνείο να δω τι γίνεται. Όποιος γνωστούς έβρισκα μου έλεγαν χτύπησαν στο ψαχνό. Γύρισα στο σπίτι αφού δεν μπόρεσα να βρω πουθενά τον Μιχάλη. Πέρασε λίγη ώρα και ήρθε σε μια κατάσταση τρομερή. Χτυπημένος στον σβέρκο, στον λαιμό, στο πρόσωπο του. Μελανιασμένος από τα κλομπς. Έφυγε από το σπίτι το μεσημέρι της Κυριακής και μόλις έφτασε στο Πολυτεχνείο σταμάτησε ένα τζιπ και βγήκε ο Ντερτιλής. Πυροβόλησε, σκότωσε εν ψυχρώ το παιδί μου. Γιατί;» θα πει η Ανθή Μυρογιάννη.
Η συγκλονιστική κατάθεση του Αντώνη Αγριτέλη:
Το χρονικό της δολοφονίας του Μιχάλη Μυρογιάννη αποκάλυψε την κατάθεση του ο οδηγός του Ντερτιλή (φωτό), Αντώνης Αγριτέλης. Στην κατάθεσή του ενώπιον του δικαστηρίου, τον Νοέμβριο του 1975, αναφέρει:
«Ήμουνα προσωπικός οδηγός του Συνταγματάρχη Ντερτιλή.
Την Παρασκευή το απόγευμα (16ης Νοεμβρίου) τον παρέλαβα από το σπίτι του και τον μετέφερα με το τζιπ στην Αστυνομική Διεύθυνση Αθηνών στην οδό Σταδίου 10, γύρω στις 7 το βράδυ. Κατά τις 10 η ώρα βγήκε ο Ντερτιλής μαζί με κάποιον ανώτερο αξιωματικό της Αστυνομίας και έφυγαν. Πότε επέστρεψαν δεν τους αντελήφθην.
Στις 4 ή 4:30 ξημερώνοντας Σάββατο παρέλαβα τον Ντερτιλή και τον μετέφερα από την ΑΣΔΕΝ στο Πολυτεχνείο με το τζιπ. Σταμάτησα κοντά στην κατεστραμμένη πύλη, ο Ντερτιλής κατέβηκε και συζητούσε με κάποιον αξιωματικό της Αστυνομίας. Ξαφνικά αντελήφθην φασαρία και φωνές προς τη μεριά της διασταύρωσης Πατησίων και Στουρνάρα. Παρετήρησα ότι αστυφύλακες έδερναν έναν νεαρό. Ξαφνικά αυτός κατόρθωσε να αποσπασθεί από τους αστυφύλακες. Τότε ο Ντερτιλής, που μόλις είχε αντιληφθεί το επεισόδιο, έβγαλε από το μπουφάν του το περίστροφό του και πυροβόλησε χωρίς να πολυσκεφθεί.
Ο νεαρός έπεσε σαν κοτόπουλο. Έμεινε επί τόπου ακριβώς στην διασταύρωση Πατησίων και Στουρνάρα, προς την πλευρά της Ομόνοιας. Εγώ φαντάστηκα ότι του έριξε στα πόδια και περίμενα να κινηθεί. Όταν όμως είδα να σχηματίζεται μια λίμνη από αίμα και μια μικρή άσπρη λιμνούλα από μυαλά, κατάλαβα ότι τον πυροβόλησε στο κεφάλι και ήταν ήδη νεκρός.
Μετά, σαν να μη συνέβαινε τίποτα, μπήκε στο τζιπ και κτυπώντας με στην πλάτη, μου είπε “με παραδέχεσαι ρε; Σαράντα πέντε χρονών άνθρωπος και με τη μια τον πέτυχα στο κεφάλι”. Εγώ τα είχα χάσει και ήμουνα φοβερά ταραγμένος και φοβισμένος. Συνεχίσαμε προς την Πατησίων και φθάσαμε στο Μουσείο. Εκεί κάποιος υπάλληλος των τρόλεϊ ήταν μπλοκαρισμένος και οι αστυφύλακες του φώναζαν και τον έσπρωχναν. Ο Ντερτιλής κατέβηκε απ’ το τζιπ, κόλλησε το περίστροφό του στο στομάχι του ανθρώπου και τον φοβέριζε ότι θα τον σκοτώσει αν δεν εξαφανιστεί.
Μετά προχωρήσαμε προς τον ΟΤΕ όπου ευρίσκοντο αρκετοί πολίτες. Ο Ντερτιλής έβγαλε το περίστροφό του και άρχισε να πυροβολεί χωρίς να μπορώ να διαπιστώσω αν χτυπήθηκε κανείς. Από τον ΟΤΕ γυρίσαμε πίσω και φθάσαμε στα Χαυτεία (περιοχή στην Ομόνοια που περιβάλει τη διασταύρωση της Αιόλου με τη Σταδίου) ακριβώς έξω από τον ΜΠΡΑΒΟ.
Ενώ δεν είχαμε σταματήσει ακόμη, ο Ντερτιλής αντελήφθη πάνω από τον Κινηματογράφο “Αλάσκα” πολίτες που είχαν αποκλεισθεί. Κατέβηκε αμέσως από το αυτοκίνητό του και διέταξε τους ΛΟΚατζήδες να κάνουν έφοδο και να τους πιάσουν. Ο ίδιος έδινε διαταγές με το περίστροφο στο χέρι λέγοντας: “Βαράτε στο ψαχνό, πέντε παληόπαιδα θα μας κάνουν ό,τι θέλουν;” Μετά από λίγο, οι ΛΟΚατζήδες κατέβασαν τριάντα περίπου άτομα και τους έβαλαν επάνω σε καμιόνια και τους πήραν.
Από το σημείο εκείνο φύγαμε και πήγαμε στην οδό Γ΄ Σεπτεμβρίου και Μάρνη, σε μια υπηρεσία της Χωροφυλακής. Το διεπίστωσα αυτό, γιατί μόλις κατέβηκε ο Ντερτιλής έτρεξαν οι Χωροφύλακες και τον υποδέχτηκαν.
Αυτός όμως τους είπε, σαν να τους μάλωνε, “τι φοβάστε ρε; Βαράτε στο ψαχνό, εγώ έκανα την αρχή.”. Τότε κατάλαβα ότι είχε μαθευτεί η πράξις του Ντερτιλή.
Μετά από μέρες με ρώτησε ο Ντερτιλής: “Θυμάσαι ρε, αυτόν που πυροβόλησα στο Πολυτεχνείο; Ε, τη γλύτωσε τελικά.”
Φυσικά ήταν προφανής ο σκοπός του, ήθελε να απαλύνει την τρομερή εντύπωση που μου είχε δημιουργήσει με τον φόνο που έκανε εν ψυχρώ και να τον λησμονήσω. Αλλά το φοβερό αυτό γεγονός θα το θυμάμαι σ’ όλη μου τη ζωή. Έκανα πως τον πίστεψα αλλά δεν είχα την παραμικρή αμφιβολία ότι ο νεαρός ήταν νεκρός. Πράγμα που το διάβασα αργότερα στις εφημερίδες.
Μετά από αρκετές μέρες μ’ έδιωξαν με δυσμενή μετάθεση στο Πολύκαστρο. Με κάλεσε ο Ντερτιλής και μου είπε: “Παιδί μου, δεν πρέπει να ξεχνάς ένα πράγμα, ότι στην Υπηρεσία μας ό,τι ακούμε και ό,τι βλέπουμε μένει για την Υπηρεσία, δεν το λέμε αυτό ούτε στην μάνα μας.”
Κατάλαβα τι εννοούσε. Η μετάθεσή μου στο Πολύκαστρο γινόταν επειδή ήμουν προσωπικός οδηγός του Ντερτιλή. Την δικαιολόγησαν όμως ότι είχα σπάσει τον καθρέπτη του αυτοκινήτου του και για τιμωρία έπαιρνα την μετάθεση αυτή.
Επίσης, θέλω να προσθέσω ότι κατά την διάρκεια των γεγονότων του Πολυτεχνείου ο Ντερτιλής έλεγε συνεχώς σε όποιον συναντούσε, “βαράτε στο ψαχνό”. Έλεγε ακόμη σε μερικούς άλλους ότι: “Όταν δείτε τέσσερα, άτομα τον έναν να τον σκοτώνετε και τους τρεις να τους βάζετε στο καμιόνι”».
Ο αναπτήρας και οι μαρτυρίες
Για τη δολοφονία καταθέτουν και επιβεβαιώνουν τον Αγριτέλη και τέσσερις ένοικοι της πολυκατοικίας που βρίσκεται στη γωνία Στουρνάρη και Πατησίων. Ο 29χρovoς τότε δικηγόρος Κωνσταντίνος Γκλέτσος, ο 72χρovoς πατέρας του, γιατρός Ευστάθιος Γκλέτσος, ο 68χρovoς γείτονάς τους, γιατρός Χαρίλαος Μαρουδας και ο 60χρovoς σύζυγος της Σοφίας Βέμπο, Μίμης Τραϊφόρος. Όλοι τους είδαν τη δολοφονία από τα μπαλκόνια τους.
Ο συνήγορος υπεράσπισης του Ντερτιλή, δεν δέχεται τις μαρτυρίες και υποστηρίζει ότι ο Αντώνης Αγριτέλης δεν υπήρξε ποτέ οδηγός του Ντερτιλή. Ο ίδιος ο ταγματάρχης υποστηρίζει: «Ούτε φυσιογνωμικά δεν τον γνωρίζω (τον οδηγό). Οι οδηγοί μου είναι περιστασιακοί. Δεν τον έχω δει ποτέ κύριε πρόεδρε».
Ο Αγριτέλης αρχικά δίνει τη διεύθυνση του σπιτιού του Ντεριλή (απ’ όπου τον παραλάμβανε), τη θέση που είχε στο ΑΣΔΕΝ ο ταγματάρχης (Α’βοηθός επιτελάρχου) και που ήταν το γραφείο του. Στη συνέχεια τονίζει: «Ο Ντεριλής μ΄ έστελνε να του αγοράζω τσιγάρα Dunhill και να επισκευάζω τον αναπτήρα του ,μάρκας Ronson σ΄ ένα μαγαζί στην Βουκουρεστίου».
Τον επιβεβαιώνει ο Στέλιος Λογοθέτης, μετέπειτα δήμαρχος Νίκαιας και Πειραιά. Ήταν αυτός που εντόπισε το μαγαζί επισκευής των αναπτήρων και βρήκε απόδειξη επισκευής στο όνομα Νικόλαος Ντερτιλής. Οι μαρτυρίες και τα στοιχεία δεν μπορούσαν να αμφισβητηθούν και ο Ντερτιλής καταδικάζεται σε ισόβια κάθειρξη.
Η φωτογραφία του Ντερτιλή
Την 1η Δεκεμβρίου του 1973 δημοσιεύτηκε στο γαλλικό περιοδικό «Paris Match» μια φωτογραφία που έδειχνε έναν αξιωματικό να περπατάει κρατώντας ένα περίστροφο. Ο Ντερτιλής παραδέχθηκε ότι είναι αυτός που απεικονίζεται. Υποστήριξε όμως ότι η φωτογραφία είχε τραβηχτεί στις 25 Νοεμβρίου 1973, κατά το πραξικόπημα του Ιωαννίδη. Είπε και σε αυτή την περίπτωση ψέματα.
Η έρευνα έδειξε ότι η συγκεκριμένη φωτογραφία είχε δημοσιευθεί από την Sunday Times στο φύλλο της 25ης Νοεμβρίου 1973. Η αγγλική εφημερίδα την είχε λάβει από το διεθνές πρακτορείο «Ciba Press» το οποίο την είχε αρχειοθετημένη με ημερομηνία 19 Νοεμβρίου 1973, την επομένη δηλαδή ακριβώς της δολοφονίας Μυρογιάννη. Η εικόνα του Ντερτιλή με το όπλο είναι από τη 18η Νοεμβρίου 1973. Αφού έχει δολοφονήσει τον 20χρονο δίνει εντολές στα Χαυτεία.
«Όταν είδα το νεκρό πρόσωπο του μου ήρθε τρέλα»
Η Ανθή Μυρογιάννη αφηγήθηκε το πώς είδε για πρώτη φορά το νεκρό σώμα του παιδιού της: «Φτάσαμε στο Ρυθμιστικό. Πολλοί αστυφύλακες στην είσοδο του νοσοκομείο. Τους παρακάλεσα: Είναι το παιδί μου χτυπημένο μέσα, επιτρέψτε μου να το δω, μήπως έχει ανάγκη από κάτι.
Μου λένε: Κυρία μου θα φύγεις, θα γυρίσεις στο σπίτι σου και στο νοσοκομείο δεν θα μπεις. Το παιδί δεν θα το δεις.
Στο σπίτι πήρα ένα τηλέφωνο, το σήκωσε η κόρη μου. Μας λένε αν μπορείτε να έρθετε αμέσως στο νοσοκομείο. Όταν πήγαμε στο Ρυθμιστικό και αντίκρυσα το παιδί μου, μέσα στο δωμάτιο είχαν τέσσερα πτώματα. Δεν πρόλαβε να τον ξεσκεπάσει ο κύριος που μας άνοιξε. Τα πόδια του που είδα τον γνώρισα. Τον ξεχώρισα ότι αυτό ήταν το παιδί μου από τα πόδια του. Αγκάλιασα πρώτα τα πόδια και όταν είδα το πρόσωπο του μου ήρθε τρέλα».
«Όσα χρήματα θέλετε θα σας δώσουμε αρκεί να…»
Αποκάλυψε επίσης ότι επιχείρησαν να την δωροδοκήσουν για να μην μιλήσει: «Κάποια στιγμή αργότερα έλαβα ένα τηλεφώνημα. Δεν θα ξεχάσω πόσο γλυκομίλητος ήταν αυτός που μου μίλησε. Μου είπε: Κυρία Μυρογιάννη ό,τι έγινε για το παιδί σας έγινε. Ήταν καλά να μην συμβεί αυτό, να μην χαθεί. Αφού χάθηκε όμως δεν μπορεί να διορθωθεί τίποτα. Μπορείτε τώρα να εξασφαλίσετε το οικονομικό πρόβλημα. Να ζήσετε βασίλισσα. Όσο χρήματα θέλετε θα σας δώσουμε αρκεί να μην μιλήσετε όταν γίνει το δικαστήριο».
Ο Νικόλαος Ντερτιλής παρέμεινε στη φυλακή έως τον θάνατο του τον Ιανουάριο του 2013. Αμετανόητος έως το τέλος δεν παραδέχθηκε ποτέ το έγκλημα του. Παραποιώντας την πραγματικότητα και αποκρύπτοντας τα στοιχεία κάποιοι έως σήμερα τον παρουσιάζουν ως ήρωα και πατριώτη.
«Μάνα, δεν πέθανα. Το αίμα μου σας ελευθέρωσε»
Ως επίλογο παραθέτουμε την επιστολή της Ανθής Μυρογιάννη (φωτό). Την έστειλε στον Τύπο δέκα χρόνια μετά τον θάνατο του Μιχάλη:
«ΜΑΝΑ ΔΕΝ ΠΕΘΑΝΑ …
Πριν 10 χρόνια, αυτή τη μέρα, είχα κι εγώ ένα παλικάρι, που έφυγε να πάει στο Πολυτεχνείο και από τότε δεν ξαναγύρισε.
Θυμάμαι τα τελευταία του λόγια: « Μάνα, πόσο όμορφη είναι η ζωή. Μάνα, τι ωραία λόγια έχει ο Εθνικός μας Ύμνος». Κι όταν του είπα, μη βγεις αγόρι μου σήμερα, μου απάντησε με το τραγούδι: «Κράτα, μάνα, και θα γίνει το μεγάλο πήδημα, λευτεριά και ρωμιοσύνη είναι αδέρφια δίδυμα». Θυμάμαι και κάτι ακόμα: Εκείνο το πρωί όσες φορές έπαιρνα νερό, κι έβγαινα στην αυλή να ποτίσω τις γλάστρες με τα λουλούδια, έτρεχε και με φιλούσε. Τότε δεν μπορούσα να εξηγήσω το γιατί. Τα δεχόμουν όλα αμίλητη και περήφανη. Τώρα ξέρω γιατί. Τώρα που έχω μείνει με ένα χαρτί στο χέρι που λέει: «Διαμπερές τραύμα στο κεφάλι, βληθείς δια πυροβόλου όπλου, έξοδος εγκεφαλικής ουσίας». Κι όταν πια η μοναξιά, η πίκρα, ο πόνος, γίνονται αγανάκτηση, είναι σαν να ακούω τη φωνή του να μου λέει: « Μάνα, δεν πέθανα. Το αίμα μου σας ελευθέρωσε». Και τότε σκέπτομαι και ευχαριστώ όλους εκείνους που τον τίμησαν και τον τιμούν με οποιοδήποτε τρόπο. Και βλέπω τη μορφή της προτομής του, που βρίσκεται στη Μυτιλήνη, να μου χαμογελά».
ΠΗΓΗ-φώτος: janus.gr