Πριν πολλές δεκαετίες έφυγαν από κάποιο σημείο της Λευκάδας και ήρθαν στην Πρέβεζα για μια καλύτερη ζωή. Πέρασαν δεκαετίες ρίζωσαν στην Πρέβεζα, τα παιδιά των παδιών τους έμειναν και στέριωσαν στην Πρέβεζα κι αυτό συμβαίνει για γενιές και γενιές.
Ένα σύλλογο είχαν τον Λευκαδιτών Πρέβεζας, αλλά κι αυτός δεν υφίσταται, τόσα χρόνια στην Πρέβεζα, έχουν γίνει οι Πρεβεζάνοι Λευκαδίτες.
Πρότασή μας είναι είτε στη Λεωφόρο Ιωαννίνων είτε αλλού να δοθεί το όνομα του Άγγελου Σικελιανού στην Πρέβεζα, προς τιμήν των Λευκαδιτών της.
Ζούνε επί δεκαετίες στην Πρέβεζα δεν πρόβαλαν ποτέ καμία αξίωση, δεν ζήτησαν ποτέ τίποτα, είναι ζωντανό κύτταρο της Πρέβεζας και η Πρέβεζα οφείλει να τιμήσει τους Λευκαδίτες της.
Θα είναι σαν ένα δείγμα σεβασμού της πολυπολυτισμικότητας της Πρέβεζας, θα είναι στην πράξη η ανοιχτότητα της Πρέβεζας. Όταν μιλάμε για τον Άγγελο Σικελιανό μιλάμε για έναν από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές.
Ο Άγγελος Σικελιανός γεννήθηκε στις 15 Μαρτίου 1884 στη Λευκάδα. Ήταν το τελευταίο από τα πέντε παιδιά του Ιωάννη Σικελιανού, καθηγητή της ιταλικής και γαλλικής γλώσσας στο τοπικό γυμνάσιο και Χαρίκλειας Σικελιανού, καλλιεργημένης και αρχοντικής γυναίκας.
Το 1900 ήλθε στην Αθήνα για να σπουδάσει νομικά, σπουδές τις οποίες παράτησε για να ασχοληθεί με την τέχνη που του είχε κλέψει την καρδιά, την ποίηση. Δεν διστάσει να δοκιμαστεί ωστόσο και την υποκριτική για ένα μικρό χρονικό διάστημα. Τον Αύγουστο του 1906 γνωρίζει τη μέλλουσα γυναίκα του, την αμερικανίδα Εύα Πάλμερ μ την οποία παραμένει παντρεμένος για 32 χρόνια.
Το 1907 ταξιδεύει στην Αίγυπτο, όπου εργαζόταν ο μεγαλύτερος του αδελφός και σε μία εκδρομή του στη Λιβύη θα γράψει την πρώτη του ποιητική σύνθεση «Αλαφροϊσκιωτος», το οποίο εκδίδεται το 1909. Το έργο κάνει αναφορά στην ελληνική φύση.
Κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων (1912-1913), στους οποίους συμμετείχε, έγραψε διάφορα πατριωτικά ποιήματα, που δημοσιεύθηκαν σ’ εφημερίδες, περιοδικά, καθώς και στην ποιητική συλλογή «Στίχοι» (1921). Έγραψε επίσης και δημοσίευσε από το 1915 έως το 1918 τον «Πρόλογο στη ζωή», αποσπάσματα από το «Πάσχα των Ελλήνων», το «Δελφικό Λόγο» και μελέτες. Υπήρξε αρκετά εύπορος και ο ίδιος, κάτι που τον βοήθησε στο να βρίσκι χρόνο και τρόπο να μελετά ότι τον ενδιέφερε, να γράφει και να ταξιδεύει.
Μαζί με την αμερικανίδα σύζυγό του, ο Σικελιανός συνέλαβε το σχέδιο ν’ αναστήσει τη Δελφική Αμφικτυονία. Οργάνωσαν το 1927 και το 1930 με δικά τους έξοδα τις «Δελφικές Εορτές», με παραστάσεις αρχαίων τραγωδιών, με αγώνες και λαϊκές εκθέσεις, που τράβηξαν την προσοχή του κόσμου. Η ποιητική έμπνευση του Σικελιανού αυτή την εποχή και αρκετά χρόνια αργότερα αντλεί τα θέματά της από τον αρχαίο ελληνικό κόσμο, από τη μυθολογία και το μυστικισμό, από τη θρησκεία και την ιστορία. Τα στοιχεία επιρροής φαίνονται και στα έργα του, όπως ο «Διθύραμβος του Ρόδου» (1933) και «Ο Δαίδαλος στην Κρήτη», καθώς και σε πολλά ποιήματα.
Λίγο πριν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμου, η ποίησή του πήρε κοινωνικό περιεχόμενο, όπως διαφαίνεται μέσα από τις τραγωδίες «Η Σίβυλλα» (1940), «Ο Χριστός στη Ρώμη» (1946), «Ο θάνατος τον Διγενή» (1948) και «Ο Ασκληπιός».
Τον Μάρτιο του 1938 γνωρίζει την Άννα Καραμάνη, σύζυγο του φυματιολόγου Γεωργίου Καραμάνη. Η γνωριμία τους εξελίσσεται σε βαθύ έρωτα και ο Σικελιανός ζητάει από την Εύα να χωρίσουν. Αυτή συναινεί, όπως και ο γιατρός Καραμάνης. Ο γάμος τους θα γίνει στις 17 Ιουνίου του 1940.
Την περίοδο της Κατοχής έγραψε και κυκλοφόρησε κρυφά τα «Ακριτικά» (1941-1942), που ήταν μία κραυγή πόνου του σκλαβωμένου Ελληνισμού. Στις 28 Φεβρουαρίου 1943 απήγγειλε στην κηδεία του Κωστή Παλαμά το περίφημο ποίημά του, που αρχίζει με τους στίχους «Ηχήστε οι σάλπιγγες», που είχε γράψει λίγες ώρες νωρίτερα.
Το 1945 θα είναι υποψήφιος με τον Καζαντζάκη για την Ακαδημία Αθηνών. Αντ’ αυτών θα εκλεγεί ο Σωτήρης Σκίπης. Το 1946 θα προταθεί για το Νόμπελ Λογοτεχνίας, όπως και ο Καζαντζάκης. Η υποψηφιότητά τους θα τορπιλιστεί από την κυβέρνηση Τσαλδάρη, με το πρόσχημα ότι έτσι θα βραβευόταν η Αριστερά στην Ελλάδα. Το 1947 θα εκδοθεί συγκεντρωμένο σε τρεις τόμους το ποιητικό του έργο υπό τον τίτλο «Λυρικός Βίος».
Στο τέλος της ζωής του, παλεύει με σοβαρά προβλήματα υγείας και με τη φτώχεια. Στις 4 Ιουνίου 1951 από λάθος της οικιακής βοηθού του αντί για το φάρμακό του λαμβάνει απολυμαντικό, με αποτέλεσμα να υποστεί σοβαρά εγκαύματα στα αναπνευστικά του όργανα. Στις 19 Ιουνίου 1951 θα αφήσει την τελευταία του πνοή στην κλινική «Η Παμμακάριστος» της Αθήνας.