Δεκαοχτώ χρόνια μετά τη θηριωδία στο σχολείο του Μπεσλάν παρουσιάζουμε το εκπληκτικό άρθρο “The School” που βραβεύτηκε με Πούλιτζερ. Μια λεπτομερής καταγραφή των γεγονότων, μια συγκλονιστική παρουσίαση των συναισθημάτων
Την 1η Σεπτεμβρίου 2004 Τσετσένοι τρομοκράτες εισέβαλαν σε σχολείο της ρωσικής πόλης Μπεσλάν. Ήταν η πρώτη μέρα μετά τις διακοπές του καλοκαιριού και πολλοί γονείς είχαν πάει μαζί με τα παιδιά τους. Οι Τσετσένοι εκτελώντας τις εντολές του ηγέτη τους Σαμίλ Μπασάγεφ κράτησαν ομήρους πάνω από 1.100 άτομα, στην πλειονότητά τους μαθητές. Δύο μέρες μετά η ομηρία τελείωσε με ένα αδιανόητο μακελειό. 334 νεκροί μεταξύ των οποίων 186 παιδιά.
Στις 14 Μαρτίου 2007 το περιοδικό Esquire δημοσίευσε το άρθρο που είχε τίτλο “The School”. Ήταν το αποτέλεσμα της έρευνας και της πένας του C.J. Chivers για το οποίο ο δημοσιογράφος-συγγραφέας κέρδισε βραβείο Πούλιτζερ. Πέραν από την λεπτομερή καταγραφή των γεγονότων ο Chivers κατάφερε να βάλει τον αναγνώστη στη θέση των ομήρων, να τον κάνει να νιώσει (στο μέτρο του δυνατού) όπως ένιωσαν. Δεκαπέντε χρόνια μετά το μακελειό στο Μπεσλάν το “The School” παραμένει η συγκλονιστική αφήγηση εκείνων των ημερών.
Το πρώτο μέρος του άρθρου The School:
1η Σεπτεμβρίου, απόγευμα: Στο γυμναστήριο
Ο Καζμπέκ Μισίκοφ κοίταζε την βόμβα να κρέμεται πάνω από την οικογένεια του. Ήταν μια απλή συσκευή, ένα πλαστικός κουβάς γεμισμένος με εκρηκτική πάστα, καρφιά και μεταλλικές μπίλιες. Πιθανότατα ζύγισε λιγότερο από τέσσερα κιλά. Η ύπαρξη αυτής της βόμβας είχε γίνει ο κεντρικός πυρήνας της ζωής του. Αν έσκαγε, ο Καζμπέκ το γνώριζε, θα έστελνε θραύσματα στα κεφάλια της γυναίκας, των δύο γιων του και στο δικό του επίσης. Θα τους σκότωνε όλους.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας είχε απομνημονεύσει την βόμβα, μέχρι το μπλε ηλεκτρικό καλώδιο που την ένωνε με το δίκτυο των εκρηκτικών που είχαν δέσει γύρω τους οι τρομοκράτες, ώρες πριν. Τώρα τα μάτια του περιπλανήθηκαν, παρατήρησαν το πλήθος των πάνω από 1.100 ομήρων που είχαν πιάσει σήμερα το πρωί έξω από το σχολείο. Η πλειονότητα ήταν παιδιά, στοιβαγμένα με τους γονείς και τους δασκάλους τους στο γήπεδο του μπάσκετ.
Η θερμοκρασία είχε ανέβει όσο περνούσαν οι ώρες και η αυτοσχέδια φυλακή τους είχε πλημμυρίσει από μια αβάσταχτη οσμή, βρωμούσε από ούρα και φόβο. Πολλά παιδιά είχαν βγάλει τα ρούχα τους. Ιδρώτας έτρεχε στις γυμνές τους πλάτες.
Τα μάτια του τελικά σταμάτησαν σε αυτούς που τους είχαν αιχμαλωτίσει. Οι περισσότεροι τρομοκράτες είχαν φύγει από το γυμναστήριο για να πιάσουν θέσεις άμυνας στο κεντρικό κτίριο του σχολείου. Είχαν αφήσει πίσω μια μικρή ομάδα αντρών με αθλητικές φόρμες ή παντελόνια παραλλαγής. Ήταν οι φύλακες τους. Φορούσαν γιλέκα με σφαίρες και κρατούσαν καλάσνικοφ. Κάποιοι από αυτούς κρύβονταν πίσω από μάσκες του σκι αλλά με τη θερμοκρασία να ανεβαίνει οι περισσότεροι τις έβγαλαν και αποκάλυψαν τα πρόσωπα του. Ήταν νέοι. Κάποιοι είχαν την εικόνα έμπειρων μαχητών. Άλλοι έμοιαζαν αμόρφωτοι αλήτες, το είδος του εγκληματία που παρήγαγε η Τσετσενία και ο Βόρειος Καύκασος αυτή τη δεκαετία του πολέμου. Δύο ήταν γυναίκες και φορούσαν γιλέκα με εκρηκτικά.
Ο Καζμπέκ μελέτησε το γκρουπ, κράτησε στη μνήμη του τα όπλα, τη συμπεριφορά, τις σχέσεις που είχαν μεταξύ τους και την διαμόρφωση των βομβών του. Ένα διάγραμμα του έργου τους διαμορφώθηκε στο μυαλό του, ένας περίπλοκος χάρτης που δεν υπήρχε πουθενά αλλού. Μαζί του υπήρχε και ένα νοητό σχέδιο του σχολείου του οποίου είχε φοιτήσει ως παιδί. Αυτές ήταν χρήσιμες πληροφορίες, αν θα κατάφερνε να τις μοιραστεί. Ο Καζεμπέκ σκέφτηκε να δραπετεύσει ελπίζοντας ότι θα δώσει τις πληροφορίες στις Ειδικές Δυνάμεις που συγκεντρώνονταν απ’ έξω, μια περιγραφή των βομβών και της άμυνας των τρομοκρατών. Ήδη συμπέραινε ότι η ομηρία θα τελειώσει με μάχη και ήξερε ότι όταν οι Ρώσοι στρατιώτες εισβάλουν σε αυτά τα δωμάτια η επίθεση τους θα είναι υπερβολική και χωρίς καμία ακρίβεια. Το ήξερε γιατί κάποτε ήταν και ο ίδιος μέλος του ρωσικού στρατού.
Αξιολόγησε τις επιλογές. Πώς μπορεί να ξεφύγει η οικογένειά μου; Διαφυγή; Παθητικότητα; Αντίσταση; Η σύζυγός του, η Ιρίνα Ντζούτσεβα, και οι γιοι τους, ο Μπατράζ, δεκαπέντε, και ο Ατσάμαζ, επτά, ήταν δίπλα του. Ο Καζμπέκ ήταν ένας ψηλός άντρας με χτενισμένα μαύρα μαλλιά και μουστάκι, και ο Μπατράζ, ο οποίος ψήλωνε επίσης, είχε αρχίσει να βγάζει γένια.
Ο Κάσβεκ του είχε πει να βγάλει το πουκάμισο του και φαινόταν το παιδικό του σώμα. Ήλπιζε ότι αυτό θα πείσει τους τρομοκράτες ότι, αντίθετα από τον πατέρα του, ο Μπατράζ δεν αποτελούσε απειλή και δεν θα τον τοποθετούσαν με τους άνδρες.
Το μυαλό του Κάζμπεκ ασχολούνταν με αυτούς τους αγωνιώδης υπολογισμούς, προσπαθώντας να προσδιορίσει τον καλύτερο τρόπο για να σώσει τα παιδιά του από μια φρίκη με πάρα πολλές μεταβλητές και πάρα πολλά άγνωστα σημεία. Πώς είναι καλύτερο να δράσουμε; Ναι, είχε πληροφορίες για να μοιραστεί. Αλλά ακόμα κι αν δραπέτευε, πίστευε ότι οι τρομοκράτες θα μπορούσαν να αναγνωρίσουν τη σύζυγό και τους γιους του και να τους σκοτώσουν.
Είχαν ήδη πυροβολήσει αρκετούς ανθρώπους, συμπεριλαμβανομένου του Ρουσλάν Μπετρόζοφ ο οποίος δεν είχε κάνει τίποτα περισσότερο από το να μιλήσει. Όχι, σκέφτηκε ο Κάζμπεκ, δεν μπορούσε να τρέξει. Ήξερε επίσης ότι οποιαδήποτε εξέγερση από τους ομήρους θα έπρεπε να είναι γρήγορη και πλήρης. Υπήρχαν λίγοι τρομοκράτες στο γυμναστήριο, αλλά όπως είχε μετρήσει τουλάχιστον τριάντα ακόμη βρίσκονταν μέσα στο σχολείο. Πώς θα μπορούσαν όλοι αυτοί οι τρομοκράτες να καταβληθούν από ένα άοπλο πλήθος, ειδικά όταν ακόμα και πριν από τη τοποθέτηση των βόμβων είχαν δημιουργήσει ένα τεράστιο ψυχολογικό πλεονέκτημα; «Αν κάποιος από σας αντισταθεί», είχε προειδοποιήσει κάποιος, «θα σκοτώσουμε παιδιά και θα τον αφήσουμε ζωντανό». Δεν θα υπήρχε αντίσταση. Ποιος, άλλωστε, θα την οδηγούσε; Ήδη οι ενήλικοι άντρες αιχμάλωτοι πέθαιναν. Πολλοί είχαν εκτελεστεί. Οι περισσότεροι από τους άλλους ήταν στην κεντρική αίθουσα, γονατιστοί, με τα χέρια ενωμένα πίσω από τα κεφάλια τους.
Ο Καζμπέκ ήταν τυχερός. Οι τρομοκράτες δεν τον είχαν παρατηρήσει την τελευταία φορά που πέρασαν. Είχε γλιτώσει την εκτέλεση.
Τώρα το μυαλό του εργαζόταν μεθοδικά. Δεν ήθελε να καταλάβει κανείς τι σχεδίαζε να κάνει. Αργά, σχεδόν ανεπαίσθητα, το χέρι του κινήθηκε στο πάτωμα προς το μπλε σύρμα. Ο Καζμπέκ ήταν 43 ετών. Όταν ήταν νέος ήταν στο σοβιετικό μηχανικό.
Ήξερε πώς λειτουργούσαν οι βόμβες. Ήξερε επίσης πώς να τις απενεργοποιεί. Η βόμβα από πάνω του ήταν μέρος ενός απλού συστήματος, ενός ανοικτού ηλεκτρικού κυκλώματος, το οποίο ήταν συνδεδεμένο με μια μπαταρία αυτοκινήτου. Εάν οι τρομοκράτες έκλειναν το κύκλωμα, το ρεύμα θα έρεε από τη μπαταρία μέσω των καλωδίων και θα ενεργοποιούσε τις βόμβες. Αλλά αν ο Καζμπέκ τραβούσε το καλώδιο μέσα στη μόνωση του, το ρεύμα δεν θα μπορούσε να κυκλοφορήσει. Ήξερε ότι αν το κύκλωμα έσπαζε τότε η βόμβα πάνω από την οικογένειά του δεν θα έσκαγε. Ο Καζμπέκ είχε ξοδεύσει μεγάλο μέρος της ημέρας αναδιπλώνοντας το σύρμα εμπρός και πίσω και είχε κάνει μια μικρή τσάκιση. Ήταν πλέον θέμα χρόνου.
Σήκωσε το καλώδιο. Το τσάκιζε μπρος και πίσω, το δούλευε και κοίταζε απευθείας στους άντρες που θα τον σκότωναν αν ήξεραν τι κάνει. Θα αποσυνέδεε την βόμβα. Ήταν ένα βήμα και κάθε βήμα μετρούσε. Το μυαλό του συνέχισε να δουλεύει. Πώς θα ξεφύγει η οικογένεια μου;
9.10 π.μ.: Η αυλή του σχολείου
Το πρωινό σημάδευε μια νέα σχολική χρονιά στο Σχολείο Νο 1 στο Μπεσλάν. Οι μαθητές που επέστρεφαν είχαν παραταχθεί σε μορφή πετάλου δίπλα στο κτίριο με τα κόκκινα τούβλα. Φορούσαν στολές. Το κορίτσια με σκούρα φορέματα και τα αγόρια με σκούρα παντελόνια και λευκά πουκάμισα. Ο καιρός προβλεπόταν ζεστός. Μια μέρα πριν η διοίκηση είχε ανακοινώσει ότι το πρόγραμμα θα μεταφερθεί μια ώρα νωρίτερα, στις εννέα το πρωί που ήταν σχετικά πιο δροσερά. Οι μαθητές με λουλούδια, σοκολάτες και μπαλόνια περίμεναν για την ετήσια παρουσίαση όταν τα παιδιά της πρώτης τάξης θα περάσουν μπροστά από τους συμμαθητές τους στην αρχή της σχολικής τους ζωής
Η Ζαλίνα Λεβίνα πήρε θέση πίσω από το βήμα και χαιρέτησε τους γονείς. Το Μπεσλάν είναι μια βιομηχανική και γεωργική πόλη περίπου τριάντα πέντε χιλιάδων κατοίκων στην πεδιάδα κάτω από την κορυφογραμμή του Καυκάσου, μέρος της ρωσικής δημοκρατίας της Βόρειας Οσετίας και ένα από τα λίγα μέρη στην περιοχή με κάποιες θέσεις εργασίας. Προς το παρόν όμως η εργασία φαινόταν να έχει ξεχαστεί. Οι γονείς είχαν έρθει για να γιορτάσουν. Η Ιρίνα Ναντιλκόγεβα κάθισε μαζί με την τετράχρονη κόρη της, Αλάνα και κοίταξε τον γιο της τον επτάχρονο Καζμπέκ στο σχηματισμό της δεύτερης τάξης.
Η Αΐντα Αρτσεγκόβα είχε δύο γιους στη συγκέντρωση. Η Ζαλίνα κρατούσε στο σπίτι την δυόμιση ετών εγγονή της Αμίνα. Δεν είχε προγραμματίσει να παραβρίσκεται αλλά το παιδί είχε ακούσει μουσική και βλέποντας τα παιδιά να πηγαίνουν προς το σχολείο είπε “Γιαγιά πάμε να χορέψουμε.” Η Ζαλίνα έβαλε ένα τζιν φόρεμα και μπήκε στο κύμα των ανθρώπων. Έκανε ήδη ζέστη. Τα παιδιά της πρώτης τάξης ήταν έτοιμα να προχωρήσουν. Το σχολικό έτος είχε αρχίσει.
Οι τρομοκράτες εμφανίστηκαν από το πουθενά. Ένα στρατιωτικό φορτηγό σταμάτησε κοντά στο σχολείο και άνδρες πήδηξαν από την καρότσα. Πυροβολούσαν και φώναζαν: “Allahu akhbar!”. Κινήθηκαν με ταχύτητα και βεβαιότητα, σαν να είχαν προβάρει κάθε βήμα. Οι πρώτοι έτρεξαν μεταξύ του σχηματισμού και της πύλης του σχολείου, εμποδίζοντας τη διαφυγή. Δεν υπήρχε σχεδόν καμία αντίσταση. Ο Ρουσλάν Φράγεφ, ένας ντόπιος που είχε έρθει με αρκετά μέλη της οικογένειάς του, έβγαλε ένα πιστόλι και άρχισε να πυροβολεί. Σκοτώθηκε.
Οι τρομοκράτες έμοιαζαν να βρίσκονται παντού. Η Ζαλίνα είδε έναν άνθρωπο με μάσκα να τρέχει με ένα όπλο στα χέρια. Μετά κι άλλον. Και έναν τρίτο.
Πολλοί μαθητές στο σχηματισμό είχαν τις πλάτες τους στους ένοπλους, αλλά η μία πλευρά όχι. Καθώς η Ζαλίνα κοιταζε μπερδεμένη οι συγκεκριμένοι μαθητές έτρεξαν. Ο σχηματισμός διαλύθηκε. Πολλά μπαλόνια έφυγαν στον ουρανό καθώς τα παιδιά τα άφηναν. Η αίσθηση τάξης που υπήρχε μετατράπηκε σε χάος.
Η Ντζέρα Κουντζάγεβα, επτά ετών, είχε επιλεγεί για έναν συγκεκριμένο ρόλο. Ένας μεγαλύτερος θα την κουβαλούσε στους ώμους και θα χτυπούσε το κουδούνι ώστε να ξεκινήσει η σχολική χρονιά. Ο πατέρας της, Ασλάν, είχε πληρώσει τον Καρέν Μντιναράντζε να βιντεοσκοπήσει το γεγονός. Η Ντζέρα φορούσε ένα μπλε φόρεμα, λευκή ποδιά και δύο λευκές κορδέλες στα μαλλιά και ήταν στους ώμους του συμμαθητή της όταν έφτασαν οι τρομοκράτες. Τους έπιασαν αμέσως.
Για πολλούς ομήρους η αναγνώριση της κατάστασης ήρθε αργά. Η Αΐντα Αρτσεγκόβα σκέφτηκε ότι ήταν αντιτρομοκρατική άσκηση. Το Μπεσλάν βρίσκεται 950 μίλια νότια της Μόσχας σε μια ζώνη που έχει αποσταθεροποιηθεί από τον πόλεμο της Τσετσενίας. Οι ασκήσεις της αστυνομίας ήταν καθημερινότητα. “Είναι άσκηση;” ρώτησε έναν τρομοκράτη που πέρασε δίπλα της. Σταμάτησε και της είπε: “Τι είσαι, ηλίθια;”
Οι τρομοκράτες μάζεψαν το πανικοβλημένο πλήθος σε μια πίσω αυλή. Ένα μέρος από το οποίο δεν υπήρχε διαφυγή. Η Ζαλίνα έτρεξε μαζί με άλλες γυναίκες να κρυφτεί στο κτίριο όπου βρισκόταν ο καυστήρας. Δεν υπήρχε άλλη πόρτα. Ήταν παγιδευμένοι. Η είσοδος άνοιξε και ένας άντρας με φόρμα στάθηκε μπροστά της. “Βγείτε έξω ή θα αρχίσω να πυροβολώ” είπε.
Ο Ζαλίνα δεν κινήθηκε. Σκέφτηκε ότι θα ικετεύσει για έλεος. Η εγγονή της ήταν μαζί της και σκέφτηκε ότι ένα μωρό πρέπει να σημαίνει ότι θα την αφήσουν. Πάγωσε μέχρι που έμεινε μόνο αυτή και η Αμίνα. Ο τρομοκράτης την κοίταξε και είπε: “Χρειάζεσαι ιδιαίτερη πρόσκληση; Θα σε σκοτώσω ακριβώς εδώ”.
Άφωνη από τον φόβο βγήκε έξω και πήγε στην μάζα των ανθρώπων που ήταν τόσο υπάκουοι σαν να είχαν εξημερωθεί. Οι τρομοκράτες οδήγησαν το πλήθος σε μια πόρτα. Ο κόσμος δεν μπορούσε να μπει σίγουρα και κάποιοι άντρες έσπασαν παράθυρα και έδιναν από εκεί τα παιδιά. Ήδη φαινόταν ότι υπήρχαν ντουζίνες τρομοκράτες. Είχαν κάνει μια γραμμή στο χολ και οδηγούσαν τον κόσμο στα γυμναστήριο. “Είμαστε από την Τσετσενία. Αυτή είναι μια ομηρία. Είμαστε εδώ για να ξεκινήσουμε την απόσυρση των στρατευμάτων και την απελευθέρωση της Τσετσενίας” είπε ένας.
Καθώς ο κόσμος μπήκε στο γήπεδο του μπάσκετ περισσότεροι τρομοκράτες εμφανίστηκαν. Ένας πυροβόλησε στο ταβάνι και είπε: “Όλοι κάντε ησυχία. Είστε πλέον όμηροι. Ηρεμήστε. Σταμάτησε τον πανικό και κανείς δεν θα πάθει κακό. Θα γνωστοποιήσουμε τα αιτήματα μας και αν γίνουν αποδεκτά και υλοποιηθούν τότε θα αφήσουμε τα παιδιά να φύγουν”.
Απαγορεύονταν οι συζητήσεις χωρίς άδεια. Κάθε ομιλία έπρεπε να γινόταν στα ρώσικα και όχι στα οσετικά για να καταλαβαίνουν και οι τρομοκράτες. Οι όμηροι έδωσαν τα κινητά, τις φωτογραφικές μηχανές και τις κάμερες τους. Κάθε προσπάθεια αντίδρασης θα αντιμετωπίζονταν με μαζικές εκτελέσεις που θα συμπεριελάμβαναν γυναίκες και παιδιά.
Όταν ο τρομοκράτης τελείωσε, ο Ρουσλάν Μπετρόζοφ, ένας πατέρας που είχε φέρει τον γιο του στο σχολείο, σηκώθηκε και μετέφρασε τις οδηγίες στα οσετικά. Ήταν ένας σοβαρός άντρας, 44 ετών που φάνηκε να έχει τον έλεγχο της συμπεριφοράς του. Οι τρομοκράτες τον άφησαν να μιλήσει. Όταν τελείωσε ένας από αυτούς τον πλησίασε. “Τελείωσες;” τον ρώτησε. “Είπες όλα όσα ήθελες να πεις;”. Ο Ρουσλάν έγνεψε. Ο τρομοκράτης τον πυροβόλησε στο κεφάλι και τον σκότωσε.
ΠΗΓΗ-φώτο: janus.gr
*Μπορείτε να διαβάσετε το δεύτερο μέρος του άρθρου
https://www.janus.gr/2019/09/vgalte-ekso-ta-paidia-beslan-the-school.html