Πέμπτη, 28/03/2024 | 12:54

ΓΑΚ ΠΡΕΒΕΖΑΣ: Κείμενο ιστορικού ενδιαφέροντος (Αγία Παρασκευή)

524 Προβολές
Σπύρος Πλέουρας | 26/07/2021, 3:14 μμ | 0 σχόλια

Ο ναός της Αγίας Παρασκευής στην Πρέβεζα

Στις 26 Ιουλίου, εορτή της Αγίας Παρασκευής, πανηγυρίζει ο φερώνυμος ναός στην πόλη της Πρέβεζας. Πρόκειται για ένα σύγχρονο κτίσμα βυζαντινού ρυθμού επί της οδού Πολυτεχνείου. Ο ναός είναι προσκυνηματικός και όχι ενοριακός. Στην ανατολική πρόσοψη του περιβόλου έχει τοποθετηθεί η εξής λιτή μαρμάρινη επιγραφή: «Ιερός Ναός Αγίας Παρασκευής. Ανηγέρθη 1800. Ανοικοδομήθη 1982».
Ωστόσο, πάνω από τη δυτική είσοδο του ναού υπάρχει μια άλλη, μικρότερων διαστάσεων επιγραφή, πιο αναλυτική, αλλά που δύσκολα εντοπίζεται. Το κείμενο της επιγραφής είναι το ακόλουθο: «Ιερός Ναός της Αγίας Οσιοπαρθενομάρτυρος Παρασκευής. Ανηγέρθη τον ΙΗ΄ αιώνα ως κτητορικός ναός της οικογενείας Σαργιάνη. Περιήλθεν εις την οικογένειαν Γαβανώζη από την οποίαν προήρχοντο και οι εν αυτώ ιερατεύσαντες αοίδιμοι ιερείς Σπυρίδων Γαβανώζης, αγιογράφος, και Κοσμάς Γαβανώζης. Ανεκαινίσθη εκ θεμελίων το έτος 1981 επί Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Κου Μελετίου, μερίμνη και δαπάναις Κων/νου Δ. Σταθοπούλου και της συζύγου αυτού Ολυμπίας – Παρασκευής Σταθοπούλου, το γένος Χρήστου Γαβανώζη. Αγία του Θεού σκέπε την πόλιν και τον λαόν σου».
Τέλος, μια τρίτη επιγραφή μας πληροφορεί ότι το 2020, ο ναός ανακαινίστηκε εξωτερικά χάρη στην ευγενική φροντίδα και χορηγία του κ. Ε. Κυτίνου.
Εξαρχής, οι δύο πρώτες επιγραφές θέτουν το ερώτημα σε κάποιον παρατηρητικό επισκέπτη και φιλίστορα: τελικά ο αρχικός ναός πότε ιδρύθηκε, τον 18ο αιώνα ή το 1800; Απόκλιση παρατηρούμε ακόμα και στην χρονολόγηση του τωρινού ναού. Έγινε το 1981 ή το 1982; Το ενδιαφέρον όμως εστιάζεται κυρίως στη χρονολόγηση του παλαιότερου ναού. Θα αναρωτηθεί κανείς: έχει άραγε σημασία; Βεβαίως! Κατά τον 18ο αιώνα, η Πρέβεζα βρισκόταν υπό βενετική κυριαρχία ενώ το 1800 υπό οθωμανική κατοχή. Ωστόσο, αυτήν ακριβώς τη χρονιά παρατηρούμε μια εσωτερική διαφοροποίηση της οθωμανοκρατίας στην πόλη. Από το 1798, με τη μάχη της Νικόπολης και τον Χαλασμό της Πρέβεζας, η πόλη στέναζε υπό την εξουσία του Αλή πασά των Ιωαννίνων. Η κυριαρχία του Αλή όμως στην πόλη έλαβε τέλος, ως αποτέλεσμα των διεθνών μεταβολών και της συνθήκης μεταξύ Ρωσίας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (21-3-1800) που καθόρισε την τύχη των πρώην βενετοκρατούμενων κτήσεων στο Ιόνιο, δηλαδή των Επτανήσων και των πόλεων της Πρέβεζας, της Πάργας, της Βόνιτσας και του Βουθρωτού (ωστόσο για το τελευταίο, δεν εφαρμόστηκαν τα όσα προβλέπονταν). Έτσι, αφενός αναγνωρίστηκε το κράτος της Επτανήσου Πολιτείας, αφετέρου, οι προαναφερθείσες πόλεις στη στεριά παρέμειναν υπό οθωμανική κυριαρχία, αλλά έλαβαν προνομιακό καθεστώς, που απονεμήθηκε με φιρμάνι της 1ης Απριλίου 1800. Στα προνόμια που αναγνωρίστηκαν περιλαμβάνεται και το δικαίωμα των χριστιανών υπηκόων για ανέγερση ή επισκευή ναών. Εκπρόσωπος του Σουλτάνου στην περιοχή ορίστηκε ο Αβδουλάχ μπέης, αξιωματούχος με τον τίτλο του βοεβόδα. Κατά σύμπτωση, μια «ενθύμηση» (δηλαδή, σύντομη σημείωση ιστορικού γεγονότος) που εντοπίζεται σε παλαιό Μηναίο (δηλαδή λειτουργικό βιβλίο) προερχόμενο από τον ναό της Αγίας Παρασκευής, μας παραδίδει και την ημερομηνία άφιξης του Αβδουλάχ στην Πρέβεζα. Αυτή συντελέστηκε ανήμερα της εορτής της Αγίας, στις 26 Ιουλίου 1800. Για την ιστορία, σημειώνουμε ότι το προνομιακό καθεστώς τερματίστηκε με τη δεύτερη κατάληψη της πόλης από τις δυνάμεις του Αλή πασά τον Νοέμβριο του 1806.
Προφανώς, λοιπόν, έχει άλλη σημασία το να κτίστηκε ο ναός κατά τη διάρκεια της Βενετοκρατίας, οπότε και ήταν απρόσκοπτη αυτή η δυνατότητα, και άλλο ιστορικό ενδιαφέρον αν αυτό συνέβη στο πλαίσιο του προνομιακού καθεστώτος της πόλης. Την ίδια στιγμή όμως, αντιλαμβάνεται κανείς πώς μια χρονολόγηση ενός ναού γίνεται αφορμή για την πραγμάτευση της συνολικής ιστορίας της Πρέβεζας, και πώς αυτή συνυφαίνεται με τις κατά μέρους εκφάνσεις της ζωής της πόλης.
Αναζήτησα αρχικά την απάντηση για την ανέγερση του πρώτου ναού στην υπάρχουσα βιβλιογραφία και πολύ γρήγορα διαπίστωσα αφενός ότι η χρονολόγηση του ναού στα 1800 ήταν λανθασμένη, αφετέρου δε ότι η αναλυτικότερη επιγραφή ήταν ακριβέστερη. Ένα σύντομο ιστορικό του ναού είχε δημοσιευθεί ήδη από το 1884, στο σύγγραμμα του μητροπολίτη Άρτας Σεραφείμ (Ξενόπουλου) Βυζαντίου για την ιστορία των πόλεων της Άρτας και της Πρέβεζας. Σε αυτό αναφέρεται ότι ο ναός κτίστηκε από τον Νικόλαο Σεργιάννη, κατόπιν πέρασε στην οικογένεια Γαβανόζη και λίγα χρόνια πριν τη συγγραφή του βιβλίου πωλήθηκε στους ενορίτες και έγινε αδελφάτο. Επίσης, ο συγγραφέας προσθέτει ότι η ενορία αποτελείτο από 40 οικογένειες και ο ιερέας της προερχόταν από την οικογένεια Γαβανόζη.
Την εικόνα αυτή επιβεβαιώνουν και τα αρχειακά τεκμήρια, όπως μια πρόσφατα δημοσιευμένη απογραφή των ναών και των ιερέων της βενετοκρατούμενης Πρέβεζας από τον δρ. Σπύρο Καρύδη, έναν από τους ειδικότερους ερευνητές της εκκλησιαστικής ιστορίας του βενετοκρατούμενου ελληνισμού και του ιονίου χώρου, με τον οποίο έχω την τύχη να συνεργάζομαι στο πλαίσιο του επιστημονικού περιοδικού «Περί Ιστορίας», όπου και δημοσιεύτηκε η σχετική μελέτη του. Στην απογραφή αυτή, που πραγματοποιήθηκε το 1789, σημειώνεται ότι ο ναός κτίστηκε με έξοδα του μακαρίτη Νικολάου Σεργιάννη, μετά τον κατείχαν οι κληρονόμοι του και το 1789 ο ιερέας Κωνσταντίνος Γ(κ)αβανόζης.
Ο αρχικός κτίτορας του ναού, Νικόλαος Σεργιάννης αποδείχτηκε ότι δεν ήταν άγνωστο πρόσωπο στη βιβλιογραφία, καθώς το 1757 καταγράφεται ως «κλέφτης» ενώ αργότερα εντοπίζεται ως «μπεκτζής» στην περιοχή του Λούρου, σποραδικά από το 1759 μέχρι το 1763. Αλλά και ανάμεσα σε αυτό το διάστημα μαρτυρείται το πέρασμα του από τη μια ιδιότητα στην άλλη, από μπεκτζή σε κλέφτη και έπειτα πάλι σε μπεκτζή, αποτελώντας χαρακτηριστικό παράδειγμα ενόπλου που άλλοτε ετίθετο στην υπηρεσία της οθωμανικής εξουσίας, ενώ άλλοτε στρεφόταν εναντίον της. Οι μπεκτζήδες ήταν ένοπλοι που αναλάμβαναν υπηρεσία φύλαξης των συνόρων και επιβολής της τάξης σε περιοχές όπου γειτνίαζε η οθωμανική και η βενετική επικράτεια. Η θητεία τους ήταν εξαμηνιαία, με δυνατότητα απεριόριστων ανανεώσεων. Στην περιοχή του Λούρου, πέρα από τους μουσουλμάνους μπεκτζήδες, υπηρετούσαν και δύο Έλληνες. Επιλέγονταν από τους αντίστοιχους προκρίτους και υπάγονταν διοικητικά στον βοεβόδα της Άρτας. Στις πηγές αναφέρονται και ως αρματολοί.
Η ανέγερση του ναού είναι η ισχυρότερη απόδειξη ότι κάποια στιγμή ο Νικόλαος Σεργιάννης εγκαταστάθηκε στην Πρέβεζα, όπως συνέβη και με άλλους ενόπλους της ίδιας κατηγορίας την περίοδο της Βενετοκρατίας. Αντιλαμβάνεται κανείς ότι η ιδιότητά του αυτή δίνει μια νέα διάσταση στην υπόθεση του ναού της Αγίας Παρασκευής.
Οι παραπάνω πληροφορίες της βιβλιογραφίας απάντησαν στο αρχικό ερωτήματα για τη χρονολόγηση του ναού αλλά έδωσαν και έναυσμα για περαιτέρω αναζητήσεις οι οποίες ξεκινούσαν και από ένα περισσότερο προσωπικής φύσης ενδιαφέρον για την υπόθεση. Και αυτό γιατί η ιστορία του ναού ήταν συνδεδεμένη με την οικογένεια Γ(κ)αβανόζη, απόγονος της οποίας είναι και η σύζυγός μου. Επίσης, κατοικώντας πλέον σε παρακείμενη του ναού πολυκατοικία, μου είναι οικεία η εικόνα του καλαίσθητου ναού και του περιποιημένου κήπου του, που λειτουργεί ως μικρή όαση στο περιβάλλον οικιστικό τοπίο. Οι συγκυρίες αυτές με οδήγησαν σε λεπτομερέστερη αρχειακή έρευνα. Ευχαριστώ και από αυτήν τη θέση τον σεβασμιώτατο μητροπολίτη Νικοπόλεως και Πρεβέζης κ. Χρυσόστομο για τη συνδρομή του σ’ αυτήν την έρευνα, από την οποία προέκυψε και ένα νοσταλγικό για τους Πρεβεζάνους εύρημα: μια φωτογραφία του 1973 με τον παλαιό ναό της Αγίας Παρασκευής (εικ.1).
Από την αρχειακή έρευνα προκύπτει ότι ο ναός της Αγίας Παρασκευής κτίστηκε πράγματι με έξοδα του Σεργιάννη αλλά σε οικόπεδο της συζύγου του Μαρίας, κόρης του Γεωργίου Γρούζου, επομένως η ίδια ήταν Πρεβεζάνα ή έστω είχε ήδη εγκατασταθεί παλιότερα στην Πρέβεζα, αποκτώντας και περιουσιακά στοιχεία. Από την έρευνά μας, δεν προέκυψε ο χρόνος ανέγερσής του ναού. Η παλαιότερη μνεία που εντοπίσαμε σε αυτόν είναι στο έτος 1777. Το 1781 ο Νικόλαος Σεργιάννης είχε ήδη πεθάνει και η σύζυγός του, με τον πρόσφατα ενηλικιωθέντα γιο της, γεννημένο το 1764, συνέταξαν συμβόλαια με ιερείς οι οποίοι ανέλαβαν ως εφημέριοι του ναού για διαφορετικό βάθος χρόνου ο καθένας. Και οι δύο ιερείς φαίνεται ότι είχαν δανείσει χρήματα στην οικογένεια και επιλέχτηκε αυτή η συμφωνία ως τρόπος αποπληρωμής τους.


Το 1783 εντοπίζεται για πρώτη φορά το όνομα του ιερέα Κωνσταντή Γαβανόζη, ο οποίος εγκαθίσταται ως ένας από τους εφημέριους του ναού, καταβάλλοντας ωστόσο ο ίδιος χρηματικό ποσό για την ανάληψη αυτών των καθηκόντων. Σταδιακά ο συγκεκριμένος έγινε και ιδιοκτήτης του ναού αγοράζοντάς τον από τους κληρονόμους του Σεργιάννη. Και κατά τα δύο συμβόλαια αγοράς φαίνεται ότι οι προηγούμενοι ιδιοκτήτες είχαν δανειακές υποχρεώσεις. Έτσι, το 1789, όταν διενεργήθηκε απογραφή των ναών και των ιερέων της πόλης, ο Γαβανόζης εμφανίζεται ως μοναδικός ιδιοκτήτης του ναού.
Στα επόμενα χρόνια συναντάμε τον ιερέα Κωνσταντίνο με το εκκλησιαστικό οφφίκιο του σακελλαρίου, γεγονός που τον κατατάσσει σε διακεκριμένη θέση στον κλήρο της πόλης. Μάλιστα, το 1820, όπως προκύπτει από άρθρο της κας Ρόδης Σταμούλη, υπογράφει με ιερείς και πρόκριτους της πόλης πληρεξούσιο έγγραφο προς τριμελή επιτροπή που θα αναλάμβανε την αποστολή να μεταβεί στην Κωνσταντινούπολη και να διεκδικήσει την αποκατάσταση των προνομίων της πόλης που είχαν καταπατηθεί από τον Αλή πασά.
Ο ιερέας Κωνσταντίνος το 1826 αναφέρεται ως μακαρίτης. Από τους τρεις γιους του, ένας ήταν ο ιερέας Σπυρίδων Γαβανόζης, ο οποίος μνημονεύεται και ως εφημέριος και αγιογράφος από την επιγραφή που υπάρχει στον ναό σήμερα. Δείγμα της τέχνης του αποτελεί η εικόνα της Αγίας Παρασκευής εντός του ομώνυμου ναού. Στην εικόνα αυτή απεικονίζεται η αγία και σκηνές του βίου και του μαρτυρίου της, είναι μάλιστα ενυπόγραφη και χρονολογημένη στο 1855. Η ενασχόλησή του με την αγιογραφία πιστοποιείται και από άλλη μια εικόνα τουλάχιστον, καθώς «διά χειρός» του υπογράφεται η δεσποτική εικόνα του ένθρονου Χριστού στο τέμπλο της Κορωνησίας το 1854.
Ο ιερέας Σπυρίδων αναφέρεται ως μακαρίτης το 1862. Τότε, τα τρία παιδιά του αποφάσισαν να πωλήσουν την εκκλησία τους σε επιτροπή προσώπων με σκοπό την ίδρυση αδελφάτου, δηλαδή θρησκευτικής συσσωμάτωσης τα μέλη της οποίας θα αποτελούσαν τους ενορίτες του ναού. Αυτή η μορφή οργάνωσης των ναών και των ενοριτών τους υπήρχε ήδη από τον 18ο αιώνα. Σταδιακά, όλο και περισσότεροι ναοί μετατρέπονταν σε αδελφάτα, εγκαταλείποντας το καθεστώς των ιδιόκτητων ναών.
Πιο συγκεκριμένα, κατά την περίοδο της Βενετοκρατίας, αδελφάτα ήταν ο Άγιος Νικόλαος ο Παλαιός, ο Άγιος Χαράλαμπος, ο Άγιος Δημήτριος και ο Άγιος Αθανάσιος. Στις επόμενες ιστορικές περιόδους ως αδελφάτα λειτουργούν οι ναοί του Παντοκράτορα στον ομώνυμο συνοικισμό (από το 1798), ο Άγιος Κωνσταντίνος (από το 1803) και ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος (από το 1846). Επιπλέον, τον 19ο αιώνα, συναντάμε και άλλους ναούς να παύουν να είναι ιδιόκτητοι και να εξαγοράζονται από τους ενορίτες ή από άλλους ναούς. Έτσι, οι ναοί των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου (το 1839) και του Αγίου Βασιλείου (το 1866) έγιναν ενοριακοί ενώ οι ναοί της Φανερωμένης και του Γενεθλίου της Θεοτόκου στη Μαργαρώνα έγιναν παρεκκλήσια ναών της πόλης.
Οι αντισυμβαλλόμενοι των τριών Γαβανόζη ήταν ο εμποροκτηματίας Σωτήριος Κανέλας, ιονικός υπήκοος, αλλά για πολλά έτη κάτοικος Πρέβεζας, ο κτηματίας και λεπτουργός Γεώργιος Βασιλάς, ο παντοπώλης Βασίλειος Λαχανάς και ο Κωνσταντίνος Στεβεράκης. Το τίμημα της πώλησης καθορίστηκε σε 250 αυστριακά τάλληρα εκ των οποίων τα 50 οι αδελφοί Γαβανόζη θα επέστρεφαν ως δωρεά στο ναό, εις μνημόσυνο των προγόνων τους. Τα υπόλοιπα διακόσια θα καταβάλλονταν τμηματικά σε βάθος χρόνου 6 ετών, χωρίς να προσδιορίζεται κάποιο συγκεκριμένο ετήσιο ποσό. Οι πρώην ιδιοκτήτες θα παρέδιδαν πέραν του ναού και μια σειρά ιερών σκευών και βιβλίων, τα οποία καταγράφονται λεπτομερώς. Παράλληλα, θα προσέφεραν και 23 ελαιόδεντρα. Ειδική αναφορά γίνεται στον περιβάλλοντα χώρο που παραδίδεται μαζί με τον ναό, καθώς και στο πηγάδι που υπήρχε εκεί, επειδή στο ευρύτερο οικόπεδο βρισκόταν και το πατρικό οίκημα των πωλητών, στο οποίο διατηρούσαν δικαίωμα χρήσης. Το δικαίωμα αυτό δεν ήταν το μόνο προνόμιο που περιελάμβανε το συμβόλαιο πώλησης για τους πρώην ιδιοκτήτες. Επιπλέον, προβλεπόταν ότι τα τρία αδέλφια θα εγγράφονταν ως μέλη της αδελφότητας και ότι αν κάποιος από αυτούς ή τους απογόνους τους επέλεγε να γίνει ιερέας, θα είχε το αποκλειστικό δικαίωμα να γίνει εφημέριος του ναού. Τα παραπάνω προβλέπονται στο σχετικό συμβόλαιο που βρίσκεται στον συμβολαιογραφικό κώδικα του Χρίστου Γερογιάννη, που απόκειται πλέον στα ΓΑΚ Πρέβεζας (εικ. 2). Ο συμβολαιογράφος συνέταξε το συμβόλαιο σε πολλαπλά αντίτυπα, σημειώνοντας ότι το καταχώρισε και στον κώδικα του ναού, σημαντική πληροφορία για την ύπαρξη ενός τέτοιου βιβλίου στο οποίο καταγράφονταν έγγραφα σχετικά με τη διαχείριση, την περιουσία και το καθεστώς του ναού. Δυστυχώς, σε αντίθεση με άλλα βιβλία του ναού που σώζονται ακόμα, δεν εντόπισα αυτό το παλαιότερο χειρόγραφο τεκμήριο. Ευελπιστώ να μην έχει χαθεί οριστικά αλλά να λανθάνει κάπου, περιμένοντας να βγει στο φως.
Το 1867 σημειώνεται η αποπληρωμή των πρώην ιδιοκτητών, εκ των οποίων ο ένας αδελφός, ο Κοσμάς, αναφέρεται πλέον ως ιερέας, γεγονός που του έδινε τη δυνατότητα να εφημερεύει στον ναό, όπως προέβλεπε και το συμβόλαιο. Απόγονοι της οικογένειας Γ(κ)αβανόζη συνέχισαν να συμμετέχουν ενεργά στη διαχείριση του ναού ως επίτροποι μέχρι στις αρχές του 20ού αιώνα.
Το 1931, με Προεδρικό Διάταγμα, καθορίστηκε ο αριθμός των ενοριών της Πρέβεζας σε έξι μόνο και έτσι η ενορία της Αγίας Παρασκευής καταργήθηκε και συγχωνεύθηκε με αυτήν των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης.
Ο παλαιός ναός αντικαταστάθηκε από τον σημερινό στις αρχές της δεκαετίας του 1980, εγκαινιάζοντας μια σειρά ανοικοδομήσεων και άλλων ναών που έγιναν επί μητροπολίτου Μελετίου.
Ανακεφαλαιώνοντας, και λαμβάνοντας αφορμή την περίπτωση της Αγίας Παρασκευής, μπορούμε να προσεγγίσουμε τις διαφορετικές πρακτικές και τάσεις ως προς την ίδρυση και λειτουργία ναών στην πόλη. Έτσι, κατά τη Βενετοκρατία συναντάμε την πρακτική της ίδρυσης ιδιωτικών ναών. Στην περίπτωση της Αγίας Παρασκευής κτίτορας δεν είναι κάποιος κληρικός, όπως στις περισσότερες των άλλων περιπτώσεων, αλλά ένας ένοπλος, άλλοτε κλέφτης και άλλοτε μπεκτζής, που φαίνεται ότι κάποια στιγμή εγκαταστάθηκε στην Πρέβεζα. Σύντομα όμως ο ναός πέρασε στην ιδιοκτησία ενός ιερέα, η οικογένεια του οποίου συνέχισε να δίνει ιερείς στην πόλη. Στα μέσα του 19ου αιώνα, διαπιστώνουμε τη μετατροπή πολλών ναών σε ενοριακούς και τη μεταβίβαση των ιδιοκτησιών από μια οικογένεια στους ενορίτες, συνήθως οργανωμένους σε ένα θεσμοθετημένο σώμα, ως αδελφότητα. Λίγο πριν τα μέσα του 20ού αιώνα, το 1931, συναντάμε τη συγχώνευση ενοριών και ναών. Τέλος, για τον συγκεκριμένο ναό, δηλαδή της Αγίας Παρασκευής, η τελευταία μεταβολή έγκειται στη μετατροπή του σε προσκυνηματικό ναό. Πλάι σε αυτές τις μεταβολές, αλλά όχι πάντα παράλληλα, ούτε ως άμεση συνέπεια, επέρχονται και αλλαγές στους ναούς ως κτίσματα, άλλοτε ριζικές, άλλοτε όχι. Ωστόσο, ακόμα και έτσι, οι ναοί της Πρέβεζας, όποια μορφή και να έχουν σήμερα, μεταφέρουν μια μακρά ιστορία την οποία αξίζει να αναζητήσουμε, καθώς μπορεί να κρύβει μικροϊστορίες ανθρώπων αλλά και σημαντικές πληροφορίες για τη γενικότερη ιστορία της πόλης, με την οποία οι εκκλησίες είναι άρρηκτα συνδεδεμένες.

Σπύρος Σκλαβενίτης
Αρχειονόμος, δρ. Ιστορίας, προϊστάμενος ΓΑΚ Πρέβεζας

Σχολιάστε εδώ

Η διεύθυνση του email σας δεν θα δημοσιευθεί.

Παρόμοια άρθρα