Παρασκευή, 19/04/2024 | 17:24

Ένα ‘αταίριαστο’ ζευγάρι, διήγημα Αφιερώνεται στη μνήμη της Ευγενίας Νίκα και του Τάσου Γιαμά-του Ευάγγελου Αυδίκου

976 Προβολές
Σπύρος Πλέουρας | 08/10/2015, 5:14 μμ | 0 σχόλια

«Να την θυμάσαι», μ’ αυτή την τυπική φράση έφυγαν και οι τελευταίοι συγγενείς και φίλοι που τον συνόδεψαν στο διαμέρισμα της μάνας του.
«Δε θα τ’ν ξεχάσου, π’δάκι μ’». Η φωνή τον ξάφνιασε, πίστευε πως είχε μείνει μόνος του στο σπίτι που ζούσε η μάνα του τα τελευταία χρόνια. Ήταν ο Τάσος, ο αγαθός γίγαντας. Έστεκε όλη την ώρα δίπλα της. Της χάιδευε τα μαλλιά όσο οι ιερείς, μεγαλόπρεποι μέσα στην ιερατική τους αμφίεση, έβαζαν όλη τη δύναμη, όλη την ιεροψαλτική δεινότητά τους για να στρώσουν με γλυκούς ήχους το ξόδι της Ευγενίας. «
Μετά πνευμάτων δικαίων τετελειωμένων την ψυχήν του δούλου σου, σώτερ ανάπαυσον, φυλάττων αυτόν εις την αιωνίαν ζωήν την παρά σοι, φιλάνθρωπε, ένθα απέδρα οδύνη , λύπη και αναστεναγμός». Κάθε λέξη κι ένα χάδι στα μαλλιά της. «Κοιμήσου ήσυχη, αδερφούλα», σιγομουρμούριζε. «Είμαστε μαζί σαν τότε. Σε κάνανε κούκλα, καλύτερη από παλιά που σε στολίζανε για τη γύρα με τς γ’ναίκις στα καρναβάλια».Κοίταζε μια τους παπάδες, μια τους ψαλτάδες. «Είσαι έτοιμη για το ταξίδι, αδερφούλα μ’. Μη σκιάζεσαι, μια ανάσα από σένα στέκω, νταρντάνα μ’».
Οι αριστεροί ψαλτάδες επαναλαμβάνουν το απολυτίκιο. Τούτη τη φορά η γλυκύτητα του ήχου είναι ακόμη μεγαλύτερη. «Τ’ ακούς, ζαργάνα μ’; Το θυμιέσαι του σαξόφωνου τ’ Παργινού;. Α, τον ζερζεβούλη. Το μπόι δεν του περίσσευε. Αλλά το σαξόφωνο άλλο πράμα, αδερφούλα μ’. Είχαμε κολλήσει εκείνη τ’ν βολά στον Αη Χαράλαμπου, στ’ν μπούκα του Σειτάν Παζάρ. Αυτός ο αναθεματισμένος να βγάζει μια φωνή με του σαξόφωνου. Πούθι έβγινι δεν ξέρου. Μια σταλιά άνθρωπος να κάνει μαγικά. Είχε κατέβει ούλο το Σειτάν Παζάρ, ο Τιμολέων είχε το ψαλίδι στο χέρι, άφ’κι το κούρεμα στη μέση. Όλος ο ντουνιάς να κοιτάζει τα δυο μας, τον γαμπρό και τη νύφη. Εσύ, ζαργάνα μ’, ήσ’να σοβαρή, αμίλητ’. Εμένα όμως δεν μπόραγες να με ξεγελάισεις. Ήσ’να αϊτός, που με έπιρνι κι μένα στα ουράνια. Με σένα ήμ’να κι εγώ τρανός, όλοι μίλαγαν για τα δυο μας. Θυμιέσι , ζαργάνα μ’, τι μου ’πες στ’ν Κυανή Ακτή;»
Η φωνή του λύγισε στην τελευταία λέξη, ένιωσε τα γόνατά του αδύναμα. Τον κράτησε όρθιο το χέρι του ψάλτη. Αρνήθηκε να βγει έξω, δέχτηκε την καρέκλα δίπλα στο φέρετρο, για λίγο όμως. Αμέσως μετά στύλωσε πάλι το βαρύ κορμί του. Ο Τάσος καμάρωνε δίπλα της, όπως τότε που έβγαιναν στους δρόμους της Πρέβεζας, αυτή ντυμένη γαμπρός κι αυτός νύφη. «Αδερφούλα μ’, μι γέλασις, θα σε μαλώσω. Μασκαρεύτ’κις μόνη σου. Μ’αφκις εμένα, νταρντάνα μ’».Έσκυψε στο αυτί της ρίχνοντας κλεφτές ματιές δεξιά αριστερά. «Για βάλε στο μυαλό σ’, να’ μ’να κι γω δίπλα σ’, ζευγάρι σαν τότες. Η καλύτερη γύρα μας στ’ν πόλη».
Ο Τάσος ήταν εκεί μπροστά του. Τεράστιος, με τη βαθιά φαλάκρα του που έμοιαζε με μυτερό μυχό, με πλάτες κυρτές, παλάμες κουπιά και χέρια που έμοιαζαν άχαρα στο σώμα του. Ο Τάσος έστεκε ακίνητος, σιωπηλός, κοιτάζοντας τη μεγάλη φωτογραφία που ήταν στο τραπέζι του σαλονιού. Αυτός σ’ ένα μεγάλο καρότσι, ένα ανοικονόμητο μωρό, με τα μεγάλα μάτια του,, αυγά μάτια, να ’ναι γυρισμένα προς τη μεριά της Ευγενίας που είχε γύρει στο καρότσι μ’ ένα απροσδιόριστο χαμόγελο.
Η φωτογραφία αυτή έβγαινε στο σαλόνι τη μέρα του καρναβαλιού. Η μάνα του ήταν η αρχηγός. Γυναίκα ψηλή, μονάντερη, αφοσιωμένη στη δουλειά της όλο το χρόνο. Κάθε βράδυ έπαιρνε θέση στο ταμείο του κινηματογράφου Γκλόρια. Από κεί γνώρισε πολλούς, εχούμενους και μη. Ήξερε τις αδυναμίες τους. Το μυαλό της αρχείο για τις ταινίες που προτιμούσαν οι Πρεβεζάνοι. Σιγά σιγά μπόρεσε να μπει στην ψυχή τους, να καταλάβει τη νοοτροπία τους.
Όμως, αυτή η αγέλαστη γυναίκα που την ώρα της δουλειάς τα μάτια της δούλευαν σαν τρυπάνι για τις ψυχές των πελατών της, ξεσάλωνε τις αποκριές. Παρέα της τέσσερις πέντε γυναίκες, στο πάνω μέρος του Καρυδά, πέρα από τα καλάμια. Μαζί ο πιστός της Τάσος. Έμοιαζε σαν τις φιγούρες του Καραγκιόζη που τους δίνει ζωή το φως του μπερντέ. Η ασθενική φωνή του Τάσου ακουγόταν μόλις άναβαν τα φώτα για το διάλειμμα. «Φ’στίκια, λιμονάδις, πορτουκαλάδις Πύρρος» .Η φωνή του ψιθυριστή, ταίριαζε σε παιδάκι.. Καλοκάγαθος, δεχόταν αδιαμαρτύρητα τα πειράγματα των θεατών της ταινίας. Μόλις έπεφταν τα φώτα, ο Τάσος γύριζε πίσω στον σιωπηλό του κόσμο. Η ζωή του κυλούσε πάντα στη σκιά, ζούσε μόνο για το δεκάλεπτο του διαλείμματος, τότε τον έψαχναν οι περισσότεροι.
Η σιωπηλή φιγούρα του Τάσου αστροποβόλαγε την ημέρα της γύρας στην πόλη. Ήταν ο πρώτος που έφτανε στο σπίτι της την Πέμπτη των γυναικών, την εκκλησιά τους όπως την έλεγε. Ξεθάρρευαν με τον καιρό οι γυναίκες της πόλης και μαζεύονταν έξω από το σπίτι της Ευγενίας περιμένοντας το ιερό ζευγάρι της γύρας να κατεβεί. Ο Τάσος το ’νιωθε. Χωρίς αυτόν και την Ευγενία οι άλλες γυναίκες δεν έβγαιναν στην πόλη. Το ήξερε, το έβλεπε στα πρόσωπά τους. Τον άλλο καιρό περνούσε απαρατήρητος, άντε το πολύ να τον φώναζαν στο διάλειμμα για καμιά λεμονάδα. Το απόγευμα εκείνης της Πέμπτης ήταν αλλιώτικο. Όλες ήθελαν να μπούνε στο δωμάτιο και να φτιάξουν όμορφο το ζευγάρι. Λίγες όμως είχαν αυτό το προνόμιο. Η Ευγενία έβγαζε το μαύρο κασμιρίσιο κοστούμι του άντρα της από την ντουλάπα και φόραγε ένα ένα όλα τα ρούχα. Γύρω της οι στενές της φίλες την βοηθούσαν να γίνει άντρας. Τα μαλλιά μαζεμένα κότσο και από πάνω ένα μαύρο γυαλιστερό ημίψηλο καπέλο. Το άσπρο πουκάμισο, ένα νούμερο μεγαλύτερο, άφηνε στα μανίκια να φαίνεται το ολομέταξο κέντημα. Και μετά η σειρά του Τάσου να γίνει νύφη.
Μικρός ακολουθούσε από μακριά τη συντροφιά των μασκαρεμένων γυναικών. Προτιμούσε τα σοκάκια, από κει μπορούσε να ρίχνει κλεφτές ματιές αποφεύγοντας τα πειράγματα της παρέας του. Ένιωθε να φουσκώνει το στέρνο του, κι ας έλεγαν οι άλλοι το μακρύ και το κοντό τους .Εκείνη τη μέρα εξαφανιζόταν, η παρέα έχανε τον αρχηγό της. Ήταν η μέρα της μάνας του. Στητή, αγέρωχη , μέσα στο γαμπριάτικο κοστούμι της. Συνήθιζε πάντα να βάζει στο πέτο το αγαπημένο λουλούδι του άντρας της. Ένα κατακόκκινο τριαντάφυλλο που μόλις είχε ανοίξει, κομμένο από τον μικρό τους κήπο. Δίπλα της ο Τάσος, μες στο ολόλευκο νυφικό, ακουμπούσε στο μπράτσο της με σιγουριά.
Οι ρόλοι άλλαξαν στον Άη Χαράλαμπο. Από καιρό είχαν αποσυρθεί και οι δύο από το καρναβάλι των γυναικών. Η μάνα του, μετά το χαμό του πατέρα του, έκοψε με το μαχαίρι τις εμφανίσεις. Έπαψε να ντύνεται. Ο Τάσος έχασε τον μισό εαυτό του. Χωρίς το ταίρι του ήταν άχρηστος, απ’ αυτήν έπαιρνε δύναμη. «Δεν είνι γ’ναίκα αυτή. Είναι ίδια η Παναγιά», έλεγε και ξανάλεγε ο Τάσος σ’ αυτούς που τον πείραζαν. «Σ’ άφ’σι, Τάσιου, χάθ’κις. Πάνι τα καλά χρόνια».
Του έλειπε η Πέμπτη των γυναικών. Κάθε χρόνο, τη μέρα που έβγαιναν στη γύρα, πήγαινε στο σπίτι της. Το’ χε τάμα. Οι γυναίκες άλλαξαν στέκι, η Ευανθία πήρε το χαλινάρι. Όμως, περνούσε καλά με την Ευγενία. Ντύνονταν και οι δυο, γαμπρός εκείνη , νύφη αυτός. Ο ένας στόλιζε τον άλλο. Και μετά έβγαιναν στο μπαλκόνι ώσπου να κλείσει η γύρα των γυναικών. Κάθε φορά θυμούνταν τα παλιά, αυτός μιλούσε κι η Ευγενία συμπλήρωνε, διόρθωνε, έβαζε τη δική της πινελιά, τη δική της σφραγίδα.
«Κωστάκη μ’, τ’ν είδες τη Βγενία μου. Μεγαλεία».Ο Τάσος τον κοίταζε κατάματα. Η φωνή του τρυφερή και με θαυμασμό για τη δική του Ευγενία. Ένιωσε ένα μικροτσίμπημα ζήλειας με τα λόγια του. Ήταν η δική του μάνα, διάολε. Ξαφνιάστηκε που είχε ανταγωνιστή για την καρδιά της.
«Ήταν ούλις εκεί, Κωστάκη μ, τς είδις;»Κούνησε το κεφάλι του μαγεμένος από τη σπίθα που πετούσαν τα μάτια του Τάσου. «Ήταν η Αυρηλία, η Ουρανία, η Ευανθία, η Φώφη. Και ποιες δεν ήταν. Όλες οι γ’ναίκις τς Πρέβεζας. Σαν τότες. Ούλες γύρω γύρω ντ’μένις με τα καλά τς». Ο Τάσος έβγαλε ένα μαντήλι από την τσέπη του παντελονιού του και σκούπισε το ιδρωμένο μέτωπο και τη φαλάκρα του. «Ούλις εκεί, παιδάκι μ’. Τα κατάφερε η Βγενούλα μ’. Ήταν στο κουμάντο αυτή. Όμορφη, σοβαρή, αμίλητη όπως παλιά. Οι άλλις ήταν γύρω τς. Κι γω, Κωστάκη μ’, δίπλα τς , σαν τότες .Τα δυο μας, ο ένας κοντά στον άλλο. Ούλες οι άλλις γύρω μας. Η Βγενούλα μ’ και γω μπροστά».
Ο Τάσος γελούσε. «Μεγαλεία, Κωστάκη μ’».Τον θύμωσε το γέλιο του Τάσου. Δεν πέρασε παρά μόνο μία ώρα από τη στιγμή που έβαλε τη μάνα του στο χώμα. Τον πονούσε η απώλεια. Όσο κι αν είχε σοβαρέψει η υγεία της τον τελευταίο χρόνο, του έφτανε η ματιά της για να συνεννοηθεί μαζί της. Ο Τάσος όμως έλεγε αλήθειες. Έβλεπε κι αυτός τα πρόσωπα των φιλενάδων της μάνας του. Δεν ήταν λύπη αυτό που διάβαζε στα μάτια τους. Για μια τελευταία συγκέντρωση και γύρα στην πόλη έμοιαζε.
«Να με σ’μπαθάς, Κωστάκη μ’. Δεν το θέλω να σε στεναχωρέσω». Κούνησε αρνητικά το κεφάλι του, «η μάνα μου σ’ αγάπαε».
«Η Βγενούλα μ’ έκανε την τελευταία, την καλύτερη γύρα στην πόλη. Μπροστά η Φιλαρμονική, είδες που ο Πατρινός ήταν σε μεγάλα κέφια , τι έκανε ο άνθρωπος μι το σαξόφωνου όξω από τ’ν Άη Χαράλαμπο. Κελάηδαε. Πίσω η Βγενούλα μ’, δίπλα τς εγώ, μου βήκι η γλώσσα μια πιθαμή, ήθελα να είμαστε μαζί, ν’ακουμπάω τ’ν νεκροφόρα. Παραπίσου οι άλλις γ’ναίκις».
Αλλιώς τα λογάριαζε με την κηδεία αλλιώς ήρθαν τα πράγματα. Ο Τάσος πέρασε το βράδυ που την ξενυχτούσαν στο σπίτι, δεν σήκωνε συζήτησε. «Θα είναι η φιλαρμονική αύριο».Τον κοίταξε ξαφνιασμένος. «Θα την πληρώσω εγώ. Για τη Βγενούλα μ’».Ακόμη μεγαλύτερο το ξάφνιασμα. Ο Τάσος ήταν σ’ όλα του μετρημένος. Δεν είχε περίσσια, δεν ξόδευε. «Κωστάκη μ’, μη μ’ χαλάς το χατίρι. Αύριο είναι η μεγάλη της μέρα, η τελευταία μας γύρα».
Είχε δίκιο ο Τάσος. Ήταν η τελευταία τους γύρα. Από το σπίτι στο ποτάμι ξεκίνησε η πορεία στην πόλη, περνώντας από τους ίδιους δρόμους, σταματώντας στα ίδια σημεία. Στο φαρμακείο της Πόπης Γρηγοράκου στροφή αριστερά στην Χρ.Κοντού, στο φούρνο του Κατσάνου αριστερά στη 21ης Οκτωβρίου, μετά στο εμπορικό του Τζίμα ευθεία ως την Τσαλδάρη, στην παλιά κλινική Δόνου-Λάζου .Στροφή δεξιά κι ευθεία ως την είσοδο της κεντρικής αγοράς, τελευταία στάση στον Άη Χαράλαμπο. Ο Τάσος εκεί, δίπλα της, ν’ ακουμπάει τη νεκροφόρα. Αρνήθηκε οποιαδήποτε βοήθεια, «είναι η τελευταία γύρα με τη Βγενούλα μου, όπως τότε. Τα δυο μας».Το πρόσωπό του έβγαζε ικανοποίηση. Στο αυτοκίνητο, δίπλα στον οδηγό της νεκροφόρας μπήκε μόνο μετά την Κυανή Ακτή, εκεί που κάνανε αξέχαστα γλέντια μετά τη γύρα στην πόλη. Τούτη τη φορά η γύρα έκλεισε στο νεκροταφείο. Ο Τάσος, στην άκρη του ανοιχτού τάφου, κρατούσε το σκοινί που κατέβαζε το φέρετρο της Ευγενίας. Πρώτος αυτός έριξε το χώμα πάνω της και μετά δέχτηκε τη βοήθεια από το γιο του, ακούμπησε πάνω του και απομακρύνθηκε από τον τάφο.
«Ήταν η τελευταία γύρα μας στ’ν Πρέβεζα, Κωστάκη μ’. Δεν μπόραγε να γίνει καλύτερα, παιδάκι μ’».

Σχολιάστε εδώ

Η διεύθυνση του email σας δεν θα δημοσιευθεί.

Παρόμοια άρθρα